Του Γιώργου Κακούρη
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι πέρα από τους καθηκόντως επιμελείς γραφειοκράτες και εκπροσώπους Τύπου που προωθούν τις θέσεις της Ε.Ε. στην Κύπρο, και πέρα από τους γραφειοκράτες που έχουν ένα ειδικό ενδιαφέρον λόγω εξειδίκευσης ή αρμοδιότητας για την κατάσταση στην Κύπρο, οι υπόλοιπες δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με τις πολιτικές δυναμικές και με την κοινή γνώμη στη χώρα.
Όταν λοιπόν –σε πολιτικό επίπεδο σε οποιονδήποτε από τους θεσμούς– λαμβάνονται αποφάσεις που θυμώνουν, ευχαριστούν ή απογοητεύουν τους Κύπριους, πρέπει να θυμόμαστε πως δεν θα υπάρξει η ίδια έγνοια για τις ιδιαιτερότητες του πώς προσεγγίζουμε τα πράγματα που υπάρχει για τους ψηφοφόρους της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας ή της Πολωνίας. Είναι αυτό μια αδυναμία των δημοκρατικών δομών της Ε.Ε. που πρέπει να διορθωθεί; Σαφώς, και οι μηχανισμοί, οι συζητήσεις και οι προτάσεις για το πώς υπάρχουν.
Από τεχνοκρατικής άποψης, πάντα γίνεται μια προσπάθεια οι αποφάσεις να μην έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις οικονομίες και κατ’ επέκταση στους πολίτες. Και όταν ενεργοποιούνται τα αντανακλαστικά του κυπριακού κράτους, στη Λευκωσία ή στις Βρυξέλλες, αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις μπορούν να προληφθούν και με δική μας πρωτοβουλία, κάτι που αρκετές φορές γίνεται. Στο τέλος της ημέρας, στην κυπριακή κυβέρνηση και στην κυπριακή αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες καθώς και σε όσους μη κυβερνητικούς και μη θεσμικούς βρισκόμαστε εδώ, σε όλα τα επίπεδα, εναπόκειται να συνεισφέρουμε ώστε η άποψη των Κυπρίων να ακούγεται.
Το πρόβλημα δεν βρίσκεται μεταξύ των ειδικών, αλλά στο ότι η Κύπρος απουσιάζει από την ευρύτερη συζήτηση. Πριν από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, έπρεπε να εξηγώ ξανά και ξανά σε κόσμο κατά τα άλλα καλά πληροφορημένο το ότι η Κύπρος δεν έχει πρωθυπουργό και πως οι ισορροπίες στη Βουλή μόνο έμμεσο ρόλο παίζουν στον σχηματισμό κυβέρνησης, δύο χρόνια μετά, στις Προεδρικές.
Πριν από τις Προεδρικές, η κύρια έγνοια στις Βρυξέλλες ήταν αν ο νέος Πρόεδρος θα γινόταν ένας ακόμα Όρμπαν όσον αφορά στη στάση απέναντι στη Ρωσία. Γι’ αυτό και τα διεθνή ΜΜΕ εστίαζαν ως επί το πλείστον στη ρωσική επιρροή, το πολύ στο Κυπριακό, και οι Financial Times χαρακτήριζαν «continuity candidates» του Αναστασιάδη τρεις υποψηφίους με αρκετές ομοιότητες αλλά προφανείς πολιτικές και φιλοσοφικές διαφορές. Η έγνοια των Βρυξελλών ευρύτερα δεν ήταν η καταπολέμηση της διαφθοράς, η ικανότητα του νέου ΠτΔ ή οι λεπτομέρειες για το τι έκανε ποιος, πότε, στο Κραν Μοντάνα, αλλά να μην προστεθεί ακόμα ένα εθνικό βέτο στο οπλοστάσιο του Κρεμλίνου.
Ενόψει των ευρωεκλογών μοιάζει λοιπόν δύσκολο οι αποφάσεις για θέματα που μας αφορούν να μετακινηθούν βάσει του όποιου κυπριακού προεκλογικού διακυβεύματος. Γιατί ακόμα και στα ακραία σενάρια όπου το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ή η Αριστερά (όπου βρίσκονται ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ αντίστοιχα) χάνουν έδρα, μιλάμε για μία έδρα από τις 705. Αυτό ισχύει ακόμα και στο πιο πιθανό σενάριο να χάσουν μια κυπριακή έδρα οι Σοσιαλδημοκράτες (ΔΗΚΟ και ΕΔΕΚ) και να προστεθεί στην ευρωβουλή ακόμα ένας ακροδεξιός, ή ένας ΔΗΚΟϊκός βαμμένος ΔΗΠΑ, βαμμένος οπαδός του Μακρόν.
Τα πιο πάνω δεν σημαίνουν πως δεν υπάρχει λόγος να ψηφίζουμε στις ευρωεκλογές. Ναι, η θέση της Κύπρου στο Κοινοβούλιο δεν είναι, λόγω μεγέθους, θέση εξουσίας. Δεν παρέχει κάτι αντίστοιχο με βέτο του εκάστοτε Προέδρου ή με το ευρύ χαρτοφυλάκιο του εκάστοτε Επιτρόπου (από το οποίο εμμέσως επωφελείται η Κύπρος). Είναι όμως μια θέση από την οποία με φαντασία και στοχευμένες ιδέες μπορεί κανείς να εντάξει την κυπριακή οπτική σε θέματα-κλειδιά, βάσει και των δικών της/ του ενδιαφερόντων ή αναγκών της χώρας. Γενικά σήμερα οι ευρωβουλευτές μας εστιάζουν πλέον και σε άλλα θέματα, πέραν της εύκολης καταγγελίας κατά της Τουρκίας σε άδειες αίθουσες για το Ελληνοκυπριακό ακροατήριο.
Ένα χρόνο περίπου πριν από τις ευρωεκλογές, οι νυν ευρωβουλευτές που ζητούν επανεκλογή και νέοι φερέλπιδες ευρωβουλευτές θα πρέπει να δείξουν στους ψηφοφόρους πως πραγματικά αντιλαμβάνονται πού πάνε να μπλέξουν. Και τα κόμματα πρέπει να επιλέξουν με κριτήρια ευρωπαϊκής ατζέντας, όχι με κριτήρια εξυπηρετήσεων ή «εξορίας» στελεχών που κάποιοι δεν θέλουν μέσα στα πόδια τους.