
Του Γιώργου Κακούρη
Τα στοιχεία της υπηρεσίας Copernicus στην τελευταία έκθεση της Ε.Ε. για το κλίμα για το 2024 μοιάζουν εξωπραγματικά στο χαρτί, αλλά όχι και τόσο, όταν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την έκθεση, τον περασμένο Ιούλιο η νοτιοανατολική Ευρώπη έζησε τις περισσότερες ημέρες συνεχούς καύσωνα που έχουν καταγραφεί, 13 συνεχόμενες, αλλά και τον δεύτερο υψηλότερο αριθμό υψηλών θερμοκρασιών την ημέρα (66 πέρυσι) και τη νύχτα (23 «τροπικές» νύχτες πέρυσι) από τότε που άρχισαν να καταγράφονται στοιχεία.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει πως ο καύσωνας που κάποτε περιμέναμε στα βάθη του καλοκαιριού, ίσως τον Ιούλιο και μία με δύο εβδομάδες τον Αύγουστο, τώρα ξεκινά πολύ νωρίτερα, διαρκεί αρκετά περισσότερο, και επαναλαμβάνεται με απρόβλεπτο τρόπο.
Η σκόνη από τη Σαχάρα, που κάποτε ερχόταν τον Απρίλιο, πλέον εμφανίζεται και άλλες εποχές του χρόνου με αυξημένη ένταση. Και ακόμα όταν οι ουρανοί δεν αλλάζουν χρώμα, η ποιότητα του αέρα πλέον έχει αλλάξει, με περισσότερη σκόνη από ό,τι στο παρελθόν και επηρεασμένη πιο έντονα από τη μόλυνση.
Όλα αυτά ακούγονται προφανή για όποιον τα ζει, όπως προφανείς πλέον ακούγονται οι λύσεις που συζητούμε και εφαρμόζουμε: ανανεώσιμες, μείωση των εκπομπών, ηλεκτρικά οχήματα. Όμως στην πράξη φαίνεται να μας λείπει η βούληση να βάλουμε αυτόν τον υπαρξιακό κίνδυνο στο κέντρο των πολιτικών μας, όπως θα έπρεπε να είχαμε βάλει το Κυπριακό. Τα μέτρα είναι αποσπασματικά και κολλούν σε παλιές προσεγγίσεις. Ακόμα ψάχνουμε φυσικό αέριο, ακόμα καίμε πετρέλαιο για ενέργεια, ακόμα αρνούμαστε να επενδύσουμε επιθετικά στις δημόσιες μεταφορές. Χτίζουμε περισσότερους αυτοκινητόδρομους και ελπίζουμε οι πολίτες να θυσιάσουν τον χρόνο τους και την άνεσή τους για το κοινό καλό για να ενισχύσουν όσα έχουν γίνει μέχρι στιγμής για τα λεωφορεία, χωρίς όμως να διευκολύνουμε τις επιλογές τους.
Η κλιματική αλλαγή δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως θέμα μέσα από κομματικό φακό, όπως όταν η πρόεδρος του ΔΗΣΥ ζήτησε να κηρυχθεί η χώρα σε υδατική κρίση. Οι τεχνοκρατικές προτάσεις θα έπρεπε να ήταν ήδη κατατεθειμένες. Και η κυβέρνηση θα έπρεπε αντί να απαντά μέσω επιστολών της υπουργού Περιβάλλοντος που δίνονται ως έχουν στην επικαιρότητα, να φέρει κοντά όποιον ενδιαφέρεται και να αγγίξει την ουσία χωρίς καθυστέρηση.
Και πάλι όμως, το θέμα θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ολιστικά, με συντονισμό υπουργών και μέτρων, και με έμφαση στη δενδροφύτευση και την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος στον βαθμό που είναι δυνατή, ώστε να σταματήσει η χώρα να είναι γεμάτη άδειες εκτάσεις. Μελέτες δείχνουν πως η αναδάσωση μπορεί να συμβάλει στη μείωση των θερμοκρασιών και να ρυθμίζει ξανά τη βροχόπτωση.
Όλα τα πιο πάνω είναι σκέψεις κάποιου που καθόλου δεν είναι ειδικός, αλλά το σίγουρο είναι πως η δημόσια συζήτηση στην Κύπρο ψάχνει τους ειδικούς για να περιγράψει τις επιπτώσεις, αλλά δεν συζητά εκτενώς τις πιθανές λύσεις. Εμμέσως φαίνεται ότι θεωρούμε πως λίγο με ανακύκλωση, λίγο με ηλεκτρικά αυτοκίνητα, λίγο μη ρίχνοντας σκουπίδια θα λύσουμε τα ζητήματα.
Όμως η αντιμετώπιση και (ίσως) ο περιορισμός των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, χρειάζονται συστημικές λύσεις σε μεγάλη κλίμακα. Και χρειάζονται ένα πολιτικό προσωπικό του οποίου η μόνη έγνοια δεν θα είναι αν θα καταφέρει να φτιάξει κοινά ψηφοδέλτια ώστε να επιβιώσει αυτό το πλέγμα συμμαχιών και συμφερόντων που για κάποιο λόγο αποκαλούμε ενδιάμεσο, ή αν τα δύο μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης θα επιβιώσουν από τις επιπτώσεις των ίδιων των αντιφάσεών τους.
Το μέλλον της Κύπρου σε μια όλο και θερμότερη περιοχή, σε μια θερμότερη Μεσόγειο και σε έναν πλανήτη εκτός ισορροπίας, θα έπρεπε να ήταν ξεκάθαρο και να μας κάνει όλους –πολιτικό προσωπικό και πολίτες– να προτείνουμε συγκεκριμένες λύσεις οι μεν, και να ψηφίζουμε βάσει αυτών οι δε.
Αντ’ αυτού η τάξη που άρχει στο σύνολό της λειτουργεί ακόμα με προσεγγίσεις άλλων εποχών, και οι πολίτες ψηφίζουμε με κίνητρο τον κομματικό φούρπο, την «αντισυστημική» πίκκα και τα στενά συμφέροντά μας. Η χώρα μας δεν θα είναι τόπος να ζει κανείς, όταν θα έχει μεγαλώσει η επόμενη γενιά. Είναι πραγματικά τόσο απλό.