Του Γιώργου Κακούρη
Η έκκληση για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στην Ε.Ε. θυμίζει τα μηνύματα που λαμβάνει η ελληνοκυπριακή πολιτική τάξη κάθε μερικά χρόνια σε βουλευτικές και προεδρικές εκλογές. Επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση αμέσως μετά το σοκ που προκαλείται, και ξεχνιέται αρκετά γρήγορα. Το πολιτικό προσωπικό πρέπει να περιμένει μόνο να εμφανιστεί στον ορίζοντα η επόμενη κρίση που θα θεωρηθεί φλέγουσα από ΜΜΕ και δημοσιολογούντες, ώστε να ξεχάσει (εκούσια ή ακούσια) την προηγούμενη.
Αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στην Κύπρο. Συμβαίνουν και εις Παρισίους, και στας Αθήνας, και σε άλλες ευρωπαϊκές (και παγκόσμιες) πρωτεύουσες γιατί αυτή είναι η φύση της κοινής γνώμης. Αυτό είναι και το μοτίβο που οδηγεί τις δημοκρατικές χώρες που έχουν χτίσει τις κοινωνίες τους πάνω σε συγκεκριμένες αρχές. Θυμούνταν το Μεσανατολικό μετά από μια σύγκρουση, αλλά το άφηναν να κακοφορμίσει τις περιόδου της φαινομενικής ησυχίας.
Στην Ευρώπη, και σε ένα λιγότερο βίαιο πλαίσιο, το μοτίβο επαναλήφθηκε αυτή την εβδομάδα, αυτή τη φορά όχι σε πρωτεύουσα, αλλά στο Στρασβούργο, όπου συνήλθε η Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την έγκριση της νέας σύνθεσης του Κολεγίου των Επιτρόπων. Η συμφωνία μεταξύ των τριών κύριων πολιτικών ομάδων, της κεντροδεξιάς, των σοσιαλδημοκρατών και των φιλελευθέρων, η άτυπη ευκαιριακή συμμαχία της κεντροδεξιάς (όπου εντάσσεται ο ΔΗΣΥ) με την ομάδα των συντηρητικών που εσχάτως κανονικοποιεί και την άκρα δεξιά (όπου εντάσσεται το ΕΛΑΜ), και η ανοχή των πρασίνων για χάρη της σταθερότητας, διασφάλισαν πως η νέα κυβέρνηση της Ε.Ε. θα μπορέσει να αναλάβει καθήκοντα σήμερα 1η Δεκεμβρίου, για να ξαναρχίσουν με καθυστέρηση να τρέχουν οι νομοθετικές μηχανές.
Οι συμφωνίες αυτές θα έρθουν να στοιχειώσουν τον ηγέτη του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ, που κήρυξε πολιτικούς εχθρούς την «πιο άκρα δεξιά» των Λεπέν, Ορμπάν και Σαλβίνι που δεν έχει μπει στο κλαμπ του σεβάσμιου συντηρητισμού και της σκληρής δεξιάς του ECR, της ομάδας που δημιούργησαν κάποτε οι Συντηρητικοί του Ηνωμένου Βασιλείου. Θα στοιχειώσουν και την Ιράτσε Γκαρσία, την ηγέτιδα του S&D, καθώς οι σοσιαλδημοκράτες ανέχτηκαν τους ακροβατισμούς Βέμπερ, αλλά έταξαν στην κ. Φον ντερ Λάιεν πως η στήριξή τους δεν θα είναι λευκή επιταγή. Και θα στοιχειώσουν και την κ. Φον ντερ Λάιεν που θέλει τις ευέλικτες πλειοψηφίες που της προσφέρει ο αρχηγός της ομάδας στην οποία ανήκει. Όπως και κατά την έναρξη της πρώτης της πενταετίας, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανέφερε ενώπιον της Ολομέλειας πως χρειάζονται αλλαγές στις Συνθήκες που διέπουν τη λειτουργία της Ε.Ε. «εκεί που μπορεί να βελτιώσει την Ένωση», χωρίς να δίνει υποσχέσεις και χωρίς να μπαίνει σε λεπτομέρειες. Ενδεχομένως σκεφτόταν πολλά από τα αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως συζητήθηκαν και στη Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης μετά από προτάσεις και πολιτών: νομοθετική πρωτοβουλία για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (σήμερα μπορεί μόνο να τροποποιεί, να εγκρίνει και να απορρίπτει νομοσχέδια που φέρνει η Κομισιόν), ενιαία πανευρωπαϊκή εκλογική λίστα, ή κατάργηση του βέτο των κρατών-μελών σε ορισμένα έστω ζητήματα (κάτι που ήδη κάποιες πρωτεύουσες και η Κομισιόν βλέπουν θετικά όσον αφορά τις εξωτερικές υποθέσεις).
Η μόνη απτή υπόσχεση που έδωσε η κα Φον ντερ Λάιεν για κλείσιμο των δημοκρατικών κενών στην Ε.Ε., ήταν η πιο συχνή παρουσία και επικοινωνία των επιτρόπων της στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, ώστε το νομοθετικό έργο να προχωρεί συντονισμένα. Είναι μια καλή αρχή, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ειδικά η κα Φον ντερ Λάιεν, γνωστή για το συγκεντρωτικό της στιλ στη διοίκηση της Κομισιόν, αλλά και ευρύτερα κάθε εκτελεστική εξουσία, δεν καίγεται ιδιαίτερα να κλείσει κενά στη δημοκρατική λειτουργία όταν αυτά κάνουν τη δουλειά της πιο εύκολη. Αυτό ισχύει και για τα κράτη-μέλη τα οποία θέλουν να κρατούν την Κομισιόν και το Κοινοβούλιο δέσμια των εθνικών συμφερόντων.
Οι αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής είναι σταδιακές και χρειάζονται πολλή δουλειά για να προχωρούν στις κρίσιμες στιγμές – που δεν είναι, παραδόξως, οι στιγμές κρίσης, αλλά η ώρα που η ανάγκη για αλλαγές δεν βρίσκεται στο προσκήνιο. Την ώρα δηλαδή που μπαίνουν οι βάσεις, ασκείται πειθώ, προβάλλονται και αναπτύσσονται επιχειρήματα, και γίνονται οι μικρές αλλαγές που μπορούν να οδηγήσουν στις μεγάλες.
Υπάρχουν πολλοί που μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία στις Βρυξέλλες και στις μεγάλες πρωτεύουσες. Τι γίνεται όμως στις μικρές χώρες με εξαντλημένη κοινωνία των πολιτών και ένα κατεστημένο πολιτικό σύστημα που νιώθει ασφαλές στη δική του φούσκα μέχρι αυτή να σπάσει;