Του Παύλου Ξανθούλη
Όσο περνάει ο καιρός, η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη θυμίζει οικογενειακό σήριαλ, το οποίο πριν «κάνει κοιλιά» και καταστεί κουραστικό, συναρπάζει και πάλι, καθώς ξεπηδάει ένας καινούργιος πρωταγωνιστής που ανανεώνει το ενδιαφέρον. Η υπουργός Υγείας Πόπη Κανάρη πρωταγωνίστησε την εβδομάδα που πέρασε, επιχειρώντας μια παρέμβαση που ξεπερνά τα όρια των αρμοδιοτήτων της. Επεδίωξε να διερευνήσει η ίδια, προσωπικά, κατά πόσον τα πτυχία της γενικής διευθύντριας του υπουργείου, Χριστίνας Γιαννάκη, είναι γνήσια. Ως επίσης και κατά πόσον η κ. Γιαννάκη γνωρίζει την αγγλική γλώσσα επαρκώς, κάτι που αποτελούσε προαπαιτούμενο για τον διορισμό της, στη θέση της γενικής διευθύντριας. Όπως δημοσίευσε ο «Φιλελεύθερος», η κ. Κανάρη έστειλε επιστολή στη γενική της διευθύντρια με κοινοποίηση στον πρόεδρο Χριστοδουλίδη, ζητώντας εξουσιοδότηση, προκειμένου να αποταθεί στο πανεπιστήμιο του Καΐρου και σε άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα για να διερευνήσει τη γνησιότητα των πτυχίων της Χριστίνας Γιαννάκη. Παράλληλα, η υπουργός Υγείας εισηγήθηκε τη σύγκληση σύσκεψης στο γραφείο της, η οποία να πραγματοποιηθεί στην αγγλική γλώσσα, στην παρουσία δύο αξιωματούχων του κράτους, ώστε να διαπιστώσει η ίδια εάν η Χριστίνα Γιαννάκη ομιλεί καλά αγγλικά.
Αν και το ζήτημα αυτό πρέπει να ξεκαθαρίσει, είναι προφανές ότι αυτός δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος. Όπως επίσης είναι προφανές ότι η κ. Κανάρη, έχει τη λανθασμένη εντύπωση ότι ως μέλος του υπουργικού συμβουλίου διαθέτει μια γενικευμένη, άνευ ορίων εξουσία, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να υποκαθιστά τις αστυνομικές αρχές, τον γενικό εισαγγελέα, τον γενικό ελεγκτή, την ΕΔΥ και αρκετούς ενδεχομένως άλλους, στους οποίους όφειλε να αποταθεί, αναγνωρίζοντας ότι η εξέταση της γνησιότητας των πτυχίων της γενικής της διευθύντριας εμπίπτει στη δική τους αρμοδιότητα. Στο πλαίσιο του ίδιου πολιτικού παραλογισμού, αποφάσισε να κάνει και «εξετάσεις» στο γραφείο της για τα επίπεδα γνώσης της αγγλικής γλώσσας της Χριστίνας Γιαννάκη, υποκαθιστώντας ενδεχομένως και το British Council που δίνει, ή δεν δίνει πτυχία γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Και θεωρώντας ότι η ίδια είναι σε θέση να διαπιστώσει και να κρίνει ποιο είναι το επίπεδο των αγγλικών που ξέρει ή δεν ξέρει η γενική της διευθύντρια. Και εάν υποθέσουμε ότι η κ. Κανάρη θεωρήσει ότι η κ. Γιαννάκη δεν μιλά καλά τα αγγλικά τι θα γίνει; Η υπουργός Υγείας θα καταστεί κριτής, θα χριστεί δικαστής και θα αποπέμψει την γενική της διευθύντρια; Με ποια εξουσία;
Οι αξιώσεις της κ. Κανάρη δεν αναδεικνύουν απλώς ένα μπάχαλο στο υπουργείο που είναι επιφορτισμένο με τη διασφάλιση της υγείας όλων μας. Αλλά αντανακλούν άγνοια, αν μη τι άλλο, τόσο για τις αρμοδιότητες μελών αυτής της κυβέρνησης, όσο ακόμη και για αυτόν τον διαχωρισμό των εξουσιών στο κυπριακό κράτος. Και παραπέμπουν σε νοοτροπίες άλλων εποχών. Διότι, δεν είναι δυνατόν το 2023 να υπάρχει υπουργός σε δημοκρατικό κράτος που να θεωρεί ότι δικαιούται να απαιτεί εξουσιοδότηση, προκειμένου να πάρει τον νόμο στα χέρια του. Και να διερευνήσει ο ίδιος, να διαπιστώσει και να αποφασίσει για το μέλλον του οποιουδήποτε. Ακόμη και εάν τα πτυχία κάποιου δεν είναι γνήσια, υπάρχουν αρμόδιοι φορείς, όργανα και δικαστήρια τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διερεύνηση, την αξιολόγηση και τη λήψη αποφάσεων για ένα τέτοιο ζήτημα.
Αυτό λοιπόν το ζήτημα της νοοτροπίας κυβερνητικών αξιωματούχων, υπερβαίνει την όποια αντιπαράθεση Κανάρη-Γιαννάκη. Και καλό θα ήταν ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης να ακολουθήσει εν μέρει την εισήγηση της υπουργού Υγείας και να συγκαλέσει ο ίδιος μια σύσκεψη, στο δικό του γραφείο. Για να αξιολογήσει και την νοοτροπία, αλλά και τις γνώσεις υπουργών που επέλεξε. Αναφορικά με τις αρμοδιότητές τους, αλλά και σε σχέση με τον διαχωρισμό των εξουσιών, ο οποίος δυστυχώς δεν είναι αυτονόητος για κάποια στελέχη της κυβέρνησης. Και επειδή σε αντίθεση με την κ. Κανάρη, ο κ. Χριστοδουλίδης έχει την εξουσία να στείλει κάποιους στο σπίτι τους, θα πρέπει επιτέλους να το κάνει. Τώρα, και όχι τον Σεπτέμβριο.
Σε αντίθετη περίπτωση, η κυβέρνηση θα συνεχίσει κάθε εβδομάδα να σπάει τα κοντέρ της τηλεθέασης, για τους λάθος λόγους. Και να συμβάλλει τα μέγιστα, ώστε το κυπριακό κράτος να εδραιωθεί πλέον στις συνειδήσεις μας, ως μια αναμφισβήτητη μπανανία. «Γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε»*;
Σημείωση*: Μια από τις αγαπημένες φράσεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, την οποία δανειστήκαμε, καθώς ταιριάζει γάντι στην προκειμένη περίπτωση.