
Kathimerini.gr
Δύο εβδομάδες αφότου ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακήρυξε την «Ημέρα Απελευθέρωσης», ξεκινώντας έναν παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, ο υπόλοιπος κόσμος αρχίζει ήδη να βλέπει τις Ηνωμένες Πολιτείες διαφορετικά – ως εμπορικό εταίρο, ταξιδιωτικό προορισμό ή διαχειριστή του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού συστήματος.
Ακόμη και πριν να ανακοινωθούν οι δασμοί, πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ο Καναδάς και η Κίνα είχαν εκδώσει ταξιδιωτικές οδηγίες, με τις οποίες προειδοποιούσαν τους πολίτες τους για τον κίνδυνο κράτησης στα αμερικανικά σύνορα. Οι Καναδοί έσπευσαν να ακυρώσουν με ηχηρό τρόπο τα ταξίδια τους στις ΗΠΑ, σε μια ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στις εμπορικές πολιτικές του Τραμπ αλλά και τις βλέψεις του Αμερικανού προέδρου ενάντια στην εθνική κυριαρχία τους.
Δεν ήταν όμως οι μόνοι: όλες οι αφίξεις ξένων στα μεγάλα αμερικανικά αεροδρόμια μειώθηκαν κατά 20% στα τέλη του περασμένου μήνα σε σύγκριση με την ίδια περίοδο πριν από ένα χρόνο. Οπως σημειώνει το CNN, πρόκειται για μια εξέλιξη που θα πρέπει να ανησυχήσει την αμερικανική ταξιδιωτική και τουριστική βιομηχανία, αξίας άνω των 2 τρισ. δολαρίων.
Αλλά και η όρεξη του κόσμου για αμερικανικά προϊόντα δέχεται πλήγμα, ειδικά στην Κίνα, όπου οι δασμοί του 145% τους οποίους επέβαλε ο Τραμπ προκαλούν αντιδράσεις. Το Πεκίνο «μπλόκαρε» όλες τις παραδόσεις αεροσκαφών και εξαρτημάτων που κατασκευάζονται από την Boeing, βάζοντας στο κάδρο των αντιποίνων μια εταιρεία που στηρίζει άμεσα ή έμμεσα 1,6 εκατ. θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ.
Είτε πρόκειται για μια διαπραγματευτική τακτική είτε για ένα μποϊκοτάζ κατά της Boeing που θα διαρκέσει, σίγουρα είναι άσχημα νέα για την εταιρεία αεροναυπηγικής που δεν έχει βγάλει κέρδη εδώ και τουλάχιστον πέντε χρόνια. Και όπως σημειώνει το CNN, πρόκειται για σπουδαία νέα για τον ευρωπαϊκό αντίπαλο της Boeing, την Airbus.
Και δεν είναι μόνο τα αεροπλάνα. Ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας έρχεται σε μια εποχή που οι αμερικανικές μάρκες όπως η Apple, η Nike, η Tesla και η Starbucks χάνουν μερίδιο αγοράς στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, καθώς οι καταναλωτές στρέφονται σε προϊόντα που παράγονται στη χώρα.
«Βλέπεις μεγάλο κίνδυνο για τα αμερικανικά brands και τους Αμερικανούς κατασκευαστές στο σημερινό περιβάλλον, τόσο άμεσα, από τα αντίποινα των άλλων κυβερνήσεων, όσο και έμμεσα, από μια πολύ αρνητική αντίδραση των καταναλωτών στα αμερικανικά προϊόντα γενικότερα», λέει στο CNN ο John Gilbert, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα. «Οι άνθρωποι έχουν αναμνήσεις – δεν είμαι σίγουρος πόσο αυτό θα ξεχαστεί, ακόμα και εάν οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών μπορέσουν να καταλήξουν σε κάποιο είδος συμφωνίας».
Ομως, η πιο ξεκάθαρη και ενδεχομένως πιο σοβαρή αντίδραση στις εμπορικές πολιτικές του προέδρου Τραμπ είναι η αναταραχή στην αγορά των αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Καθώς οι αγορές πέφτουν λόγω των δασμών, κανονικά τα αμερικανικά ομόλογα –η πιο βαρετή, ασφαλής και απλή από όλες τις επενδύσεις– θα έπρεπε να είναι το μέρος στο οποίο αναζητούν καταφύγιο οι επενδυτές. Αυτό δεν συνέβη.
Τα συνήθως βαρετά αμερικανικά ομόλογα άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου, ένα σημάδι ότι οι επενδυτές χάνουν την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα της Αμερικής να αποπληρώσει το χρέος της και να διαχειριστεί την οικονομία της.
Εν τω μεταξύ, η αξία του αμερικανικού δολαρίου μειώνεται, σε ένα ακόμη σημάδι ότι οι επενδυτές αποφεύγουν αυτό που ιστορικά αποτελούσε το ασφαλές καταφύγιο της αγοράς.
«Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα “αυτογκόλ” για την αξιοπιστία των ΗΠΑ στις χρηματοπιστωτικές αγορές που έχω δει ποτέ στη ζωή μου», είπε στο CNN η Heidi Crebo-Rediker, ανώτερη συνεργάτιδα στο Council on Foreign Relations. «Κανείς μπορεί να δει την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση σαν ένα πλήγμα στην αξιοπιστία των ΗΠΑ σε όρους χρηματοπιστωτικών αγορών, αλλά αυτό είναι διαφορετικό… Η πανδημία ήταν ένα εξωτερικό σοκ. Αυτό προέρχεται κατευθείαν από τον Λευκό Οίκο».