Του Γιώργου Κακούρη
Από το πρόσφατο πέρασμά μου από τη Λευκωσία τις γιορτές, μάζεψα αρκετά βιβλία (το «Βουνί» της Λουίζας Παπαλοΐζου, το «Brandy Sour» της Κωνσταντίας Σωτηρίου, το «Έγκλημα στο Κραν Μοντανά» του Μακάριου Δρουσιώτη - από το «Σολώνειον» - και το κυπριακό κόμικ τρόμου Daemonium του Μάριου Γιάγκου και του Δημήτρη Παναγίδη - από το «Ant Comics») μάζεψα και μια αφίσα από την έκθεση του street artist Twenty Three. Είναι μια εικόνα που ήταν πολύ δημοφιλής για όσους πέρασαν από την έκθεση στο «Πρόζακ»: μια γυναίκα με κυπριακή παραδοσιακή στολή παίζει σχοινάκι με το συρματόπλεγμα. Το όνομα του στένσιλ, το οποίο υπάρχει στο Λύκειο Παλλουριώτισσας, είναι «Alasia Struggles».
Πολύ λίγα πράγματα μου θυμίζουν Λευκωσία, και την Κύπρο του αύριο, όσο αυτή η εικόνα, το χιούμορ που περιέχει, την ανάγκη να παίζει κανείς με τα όρια που του επιβάλλονται και τον κίνδυνο του να το κάνει (γιατί σε αντίθεση με ένα απλό σχοινάκι, ένα συρματόπλεγμα... κόβει). Οι επιστροφές στη Λευκωσία από το εξωτερικό πάντα έχουν έναν αέρα φοιτητικών διακοπών. Την ημέρα αμέσως μετά το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της χρονιάς και την ένταση του Qatargate, ξύπνησα στις Βρυξέλλες και την ίδια νύχτα κοιμήθηκα στο παιδικό μου δωμάτιο. Και μπήκα αμέσως σε μια διαδικασία επανεξερεύνησης της πόλης στην οποία μεγάλωσα, και ανακάλυψης όσων δυναμικών ξύπνησε ο κορωνοϊός, στο σημείο καμπής που βρίσκεται σήμερα η χώρα.
Φεύγοντας από τη Λευκωσία, πριν από μερικά χρόνια, ένιωθα πως άφηνα πίσω πολλά πράγματα. Νοερό σάουντρακ ήταν ο Δεληβοριάς να τραγουδά, με πειραγμένους στίχους στο μυαλό μου, για την ερημιά στη Λευκωσία, κάθε φορά που περνούσα έξω από μια μπουτίκ με ενδύματα αρχαία. Η Λευκωσία που βρήκα τις μέρες που βρέθηκα στην Κύπρο όμως δεν είναι άδεια και δεν είναι έρημη. Ποτέ δεν ήταν. Η επίσκεψη αυτή έγινε η αφορμή να δω πράγματα που είχα ξεχάσει πως μπορεί να αναδείξει η Κύπρος, εκτός και αν όντως υπάρχει μια άνθηση που δεν υπήρχε προηγουμένως. Είδα την παράσταση «5 lesbians eating a quiche» στο πλαίσιο της σειράς παραστάσεων και events Sessions στην οδό Σαπφούς, και ανακάλυψα έναν ολόκληρο κόσμο queer καλλιτεχνικής παραγωγής που κάποτε στην Κύπρο ήταν η εξαίρεση, αλλά σήμερα μπορείς να την βρεις πολύ πιο εύκολα και παντού.
Πήγα παράσταση stand up comedy στο Γιουσουρούμ με κωμικούς που δουλεύουν το υλικό τους, έχουν πολλά να πουν και σκέφτονται πώς να το κάνουν, παίζουν και πιέζουν πολιτικά και κοινωνικά όρια, έχουν άποψη και δεν μένουν στα τηλεοπτικά σταντ απ αστεία τύπου «η γεναίκα εν με αφήνει να δω τσάμπιονς λίγκ ρε πελλέ» και στα επιφανειακά αστεία για βίντεο με πολιτικούς. Η ομάδα του Cyprus Comedy Central έχει δημιουργήσει σκηνή... εκ του μηδενός, σε έναν τομέα για τον οποίο πολλοί μίζερα θα τους είπαν πως δεν έχει μέλλον και δεν υπάρχει κοινό.
Στην Κύπρο έφτασα και λίγο μετά από ένα γεγονός που ήταν ιστορικό για τη χώρα: την απεργία των διανομέων της Wolt, της κοινωνικής τάξης των ανθρώπων που αγνοούμε, κακοπληρώνουμε και δεν υπολογίζουμε καν όταν μιλάμε για τα δικά μας εργασιακά δικαιώματα. Από την άλλη πολλά πράγματα ήταν γνωστά και γνώριμα. Ο συντηρητισμός να παραμένει κυρίαρχος, οι εκκλησίες να γεμίζουν, αλλά η εκκλησία όπου πήγα να ψηφίσω για αρχιεπίσκοπο (γιατί είπαμε, μπορεί να μην είναι σωστό να μπλέκουμε στα πόδια των πιστών, αλλά θα το κάνουμε όσο μπλέκουν αυτοί στα δικά μας) άδεια από ψηφοφόρους. Τα καφέ της σειράς γεμάτα, αλλά γεμάτα και τα μαγαζιά με ζωντανή μουσική σε εξωτερικό χώρο, με νέους ανθρώπους, κάτι που κάποτε ήταν αδιανόητο. Και κατέληξα όπως πάντα, λίγο μετά το Brewfellas και το Volver, σε εκείνες τις βαρέλλες δίπλα στην Στοά Ταρσή, στην παλιά Λευκωσία, εκεί που κάποτε ένας ντόπιος είχε φυτέψει αναρριχόμενα και πρασίνιζε και άλλαζε το οδόφραγμα. Σήμερα, να είναι καλά οι τάξεις που άρχουν, οι βαρέλλες «καθαρίστηκαν», ευπρεπίστηκαν, και στολίστηκαν με μια επιγραφή που θυμίζει πως «Τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς θυσίες και ελευθερία δίχως αίμα». Κάτι που στην πράξη ισχύει μόνο για το αίμα και τις θυσίες των μικρών. Οι ανθώνες όμως και η βλάστηση παραμένουν. Και κάποιος έχει χαράξει στο παγκάκι μια καρδιά.