Του Γιώργου Κακούρη
Στη Λευκωσία αυτό μπορεί να μοιάζει αδιανόητο, αλλά οι δημοσιογράφοι που θέλουν να πληροφορηθούν για τις επικείμενες κυπριακές προεδρικές εκλογές, επίσημα και ανεπίσημα, έχουν ένα ερώτημα: υπάρχει περίπτωση να αλλάξει η στάση της Κύπρου όσον αφορά την απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και να έχουμε «ακόμα έναν Ορμπάν;»
Η άγνοια με την οποία προσεγγίζεται η κυπριακή πολιτική από εκπροσώπους των ΜΜΕ από άλλες χώρες της Ευρώπης δεν είναι μόνο απότοκο της κατάρας της μικρής χώρας – είναι και υπενθύμιση του ποια εικόνα έχει δημιουργήσει η χώρα μας στις Βρυξέλλες.
Η εικόνα αυτή δείχνει μια χώρα που επιμένει να τοποθετείται σε μόνο ένα θέμα ακόμα και όταν βρίσκεται εκτός θέματος, και η οποία θεωρεί τα δικά της ειδικά συμφέροντα όχι μόνο ανώτερα των ειδικών συμφερόντων μεγαλύτερων χωρών αλλά ανώτερα και των γενικότερων συμφερόντων της Ε.Ε. και κάποτε, ανώτερα και των ίδιων της των αξιών ως χώρα που ήταν θύμα εισβολής και παραμένει δέκτης επιβολής από μια μεγαλύτερη γειτονική χώρα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αν σήμερα συμπλέουμε –παρά τους αρχικούς αστερίσκους και δηλώσεις λύπης– με την κοινή ευρωπαϊκή γραμμή (και της κοινής ηθικής, δεδομένης της ιστορικής μας εμπειρίας), η αβανιά και η τάτσα δεν ξεπλένεται από τη μια ημέρα στην άλλη.
Αυτήν την τάτσα θα πρέπει να έχουν υπόψη τους και οι έξι ευρωβουλευτές μας, όταν αποφασίζουν πώς θα ψηφίσουν, αν θα ψηφίσουν, και πώς θα τοποθετηθούν σε διάφορα σημαντικά ζητήματα, είτε στην αίθουσα της Ολομέλειας είτε έξω από αυτήν. Όχι γιατί η ψήφος της κυπριακής ομάδας στο Στρασβούργο θα γείρει την πλάστιγγα, αλλά επειδή βρίσκονται στην κατάλληλη θέση και στον κατάλληλο χρόνο για να στείλουν σημαντικά μηνύματα για τη χώρα στην Ε.Ε., αλλά και για τον ίδιο τον χαρακτήρα της χώρας μας στο εσωτερικό.
Πέντε από τους έξι ευρωβουλευτές της Κύπρου δεν ψήφισαν την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου για το (μη δεσμευτικό) ψήφισμα με το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητάει τη δημιουργία διεθνούς δικαστηρίου για την εισβολή κατά της Ουκρανίας. Μεταξύ των 472 ψήφων υπέρ, η μόνη κυπριακή ψήφος ήταν αυτή του ευρωβουλευτή Κώστα Μαυρίδη (Σοσιαλδημοκράτες, ΔΗΚΟ).
Αναπόφευκτα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και στα ΜΜΕ ξεκίνησαν τα σχόλια, αναλόγως ερμηνείας, συμπαθειών και απόψεων, για το γιατί και πώς δεν ψήφισαν οι άλλοι πέντε. Όμως για να κάνουμε ερμηνείες χρειάζεται πρώτα να εξακριβώσουμε με συγκεκριμένο τρόπο τα δεδομένα, για να ξέρουμε τι είδους παράλειψη επικρίνουμε. Πολιτική, ηθική ή οργανωτική;
Στην πράξη όσοι δεν βρίσκονταν εκεί είχαν πολύ συγκεκριμένα θέματα, από προσωπικά ζητήματα έως... μεταφορικά (καθώς πολλοί ευρωβουλευτές έτρεξαν να αναχωρήσουν γρήγορα για να προλάβουν πτήση λόγω των απεργιών εκείνης της ημέρας στη Γαλλία, όπου βρίσκεται το Στρασβούργο).
Αυτό βεβαίως δεν απαλλάσσει τους ευρωβουλευτές από την ευθύνη να γνωρίζουν ποια είναι τα πιο σημαντικά θέματα και να ενεργούν προληπτικά ώστε να μη δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις. Δεδομένου πως ο κ. Μαυρίδης, για τον ένα ή για τον άλλο λόγο, μπορούσε να παραμείνει και να ψηφίσει, δεν θα μπορούσαν οι ευρωβουλευτές να ξεκαθαρίσουν σε μια κοινή ανακοίνωση πως για λόγους ανωτέρας βίας μόνο ο ένας μπόρεσε να δώσει το «παρών» του, αλλά πως η θέση και των έξι είναι ξεκάθαρα η τάδε (υπέρ ή κατά, ελπίζω υπέρ όλων);
Μπορεί η ομάδα των Κύπριων ευρωβουλευτών να μην είναι αρκετά μεγάλη ώστε η απουσία της να χαλάει τις ισορροπίες, όμως ακριβώς αυτό το μικρό μέγεθος δίνει τη δυνατότητα της προσωπικής επαφής και του συντονισμού σε έκτακτες περιστάσεις, όπως αυτήν.
Όποιος θέλει να επικρίνει την Κύπρο στο εξωτερικό δεν θα μπει στον κόπο να αντιληφθεί τα δεδομένα της στιγμής – το πιο πιθανόν είναι πως θα κρίνει στη βάση της προκατάληψης πως η Κύπρος είναι ακόμα και τώρα ένας ρωσικός δορυφόρος. Ας μη το κάνουμε πια τόσο εύκολο.