Του Γιώργου Κακούρη
Ήταν μία από τις πρώτες συναντήσεις που είχε Τουρκοκύπριος ηγέτης με Ελληνοκύπριους δημοσιογράφους μετά την αποκαθήλωση του Ραούφ Ντενκτάς. Οι δημοσιογράφοι πήγαν στο μη αναγνωρισμένο προεδρικό επί του προμαχώνα Κουιρίνι για μία πρώτη συνάντηση με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ μετά που εξελέγη το 2005. Οι μεν ανέμεναν από τον δε να σφραγίσει το τέλος της κατοχής, και ο δε περίμενε από τους μεν μια φιλική προσέγγιση ακριβώς γιατί δεν ήταν ο Ντενκτάς. Σύμφωνα όμως με έναν από τους παρόντες που μου περιέγραψε την εμπειρία του, η συνάντηση κατέληξε με τις δύο πλευρές να αλληλοκατηγορούνται και να μπαίνουν σε εθνική άμυνα.
Μία από τις πρώτες ερωτήσεις προς τον κ. Ταλάτ ήταν και το πότε ο νέος Τ/κ ηγέτης σκόπευε να ξηλώσει τη σημαία της ΤΔΒΚ από τον Πενταδάκτυλο. Αναμενόμενη, αν όχι απαραίτητα λογική, ερώτηση σε μια εποχή όπου, σε μια περίοδο μερικών μηνών και χρόνων, είχε έρθει το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η ανατροπή του Ντενκτάς, η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν με την υπόσχεση –από την πλευρά του Τάσσου Παπαδόπουλου– για βελτίωσή του, και η εκλογή ενός αριστερού Τουρκοκύπριου στην ηγεσία της κοινότητας.
Αν αντιλαμβάνομαι την ιστορία για τα όσα έγιναν σωστά, ο κ. Ταλάτ άφησε να νοηθεί πως δεν ήταν τόσο απλό και πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει από τη μία στιγμή στην άλλη. Οι δημοσιογράφοι επέμειναν, και ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί. Οι Ε/κ δημοσιογράφοι, με καλές προθέσεις, περίμεναν μια ριζική κίνηση μετά από δεκαετίες ματαίωσης. Ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ περίμενε φιλικούς δημοσιογράφους στους οποίους θα μετέφερε την οπτική του για την επιστροφή στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Έτσι η αρνητική απάντηση του κ. Ταλάτ έφερε τους δημοσιογράφους σε θέση άμυνας και να αδυνατούν να δεχθούν μια ενδιάμεση λύση σε αυτό το θέμα. Και η επιμονή των δημοσιογράφων στο θέμα, σε μια εποχή όπου ήταν φρέσκο το σοκ του «όχι» των Ε/κ για τους Τ/κ που περίμεναν το δικό τους «τζαι του χρόνου στα σπίθκια μας», έπιασε εξ απροόπτου τον κ. Ταλάτ, ο οποίος αμυντικά βρέθηκε σχεδόν να υπερασπίζεται τη σημαία.
Πρέπει να εκληφθεί ως δεδομένο πως η ιστορία αυτή φιλτράρεται μέσα από την εμπειρία και το μνημονικό του αφηγητή, καθώς και το πώς την αντιλήφθηκα εγώ. Ακόμα όμως και αν περιέχει ανακρίβειες, για τις οποίες αναλαμβάνω πλήρως την πολιτική ευθύνη (που λένε και οι εκπρόσωποι της άρχουσας πολιτικής τάξης), περιέχει μαθήματα για το ποιοι είμαστε εμείς και ποιοι είναι οι Τουρκοκύπριοι, απέναντι ο ένας στον άλλον. Δεν μπορώ να μιλήσω για το πώς βίωσαν τη ματαίωση της μη λύσης οι Τουρκοκύπριοι τις δεκαετίες πριν και μετά την εισβολή. Θυμάμαι όμως πάντα κάτι που μου είχε πει μια Τ/κ φίλη που μεγάλωσε στην Αμμόχωστο, δίπλα από το Βαρώσι. «Ήταν σαν να ζούσαμε με ένα φάντασμα στην πίσω αυλή μας».
Αν η παράθεση της αναφοράς αυτής μοιάζει συναισθηματική, είναι επειδή είναι. Οι Κύπριοι είμαστε συναισθηματικός λαός. Το ότι δεν αντιλαμβανόμαστε πώς βίωσε η άλλη πλευρά τις τελευταίες δεκαετίες, και η έλλειψη πληροφόρησης και κριτικής ανάλυσης της πραγματικής κατάστασης, κάνουν το συναίσθημα μια πολύ ελκυστική αλλά ατελή εναλλακτική. Το συναίσθημα στην πολιτική, όπως και τη ζωή, δεν αρκεί. Η λύση του Κυπριακού ως προβλήματος δεν αποκρυσταλλώνεται αν δεν το φιλτράρουμε: διαπίστωση των συνθηκών, εντοπισμός της ρίζας του προβλήματος, αντιμετώπιση των άμεσων επιπτώσεων, σταδιακή διόρθωση των βαθύτερων αίτιων. Η διεργασία αυτή, που ξεκίνησε στην ε/κ πλευρά, δεν θα ολοκληρωθεί χωρίς να έχει όλα τα συστατικά - και αυτό που λείπει είναι η κατανόηση της ψυχολογικής και πολιτικής πορείας των Τουρκοκυπρίων. Οι οποίοι πρέπει να συμμετάσχουν σε μια ειλικρινή συζήτηση που θα είναι δύσκολη, έντονη, και με λογική βάση, όχι αντιπαράθεση ματαιώσεων και κολλημάτων ή επιφανειακή ανταλλαγή συναισθημάτων.
Ήταν ίσως νωρίς να ξεκινήσει αυτή η συζήτηση με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ το 2005. Την είδαμε όμως να συνεχίζεται αργότερα, με τον Μουσταφά Ακιντζί. Οι πολίτες όμως δεν πρέπει να περιμένουμε να συμπέσουν στον Λόφο και στον προμαχώνα «σύντροφοι» ή «φίλοι Λεμεσιανοί».