Του Γιώργου Κακούρη
Αν το κυπριακό πρόβλημα οφείλεται στην έλλειψη στρατηγικής από την ε/κ πλευρά και την έλλειψη κινήτρων και της αίσθησης του κατεπείγοντος από την τουρκική πλευρά, το πρόβλημα με το κυπριακό πρόβλημα σήμερα έχει τις ρίζες του στη φράση «τζαι του χρόνου στα σπίθκια μας» και τα συγκείμενα του αρχικού, κυριολεκτικού της νοήματος, και του μετέπειτα σαρκαστικού της νοήματος.
Το κυριολεκτικό νόημα αφορά την υπόσχεση της πολιτικής τάξης από τη δεκαετία του 1970, όταν υπήρχε το ρεαλιστικό ενδεχόμενο της γρήγορης κατάληξης σε μια συμφωνία για την αναδιαμόρφωση του κυπριακού κράτους με δομές πιο αντιπροσωπευτικές και βιώσιμες και επιστροφή των εκτοπισμένων στις πόλεις και στα χωριά τους, όταν το μόνο που θα χρειάζονταν τα περισσότερα σπίτια θα ήταν ένα καλό ξεσκόνισμα. Το σαρκαστικό νόημα της φράσης προκύπτει από τη ματαίωση που ερχόταν χρόνο με τον χρόνο, με τους Ε/κ εκτοπισμένους να κάνουν ρίζες σε άλλες πόλεις και χώρες, να μην πιστεύουν πως κάτι μπορεί να αλλάξει, και να νιώθουν και μια ενοχή που πίστεψαν πως τα πράγματα θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν καλύτερα.
Εν ολίγοις, το ελληνοκυπριακό πρόβλημα με το Κυπριακό ξεκινά από τις μεγάλες υποσχέσεις της πολιτικής τάξης, υποσχέσεις που δεν υπήρχε είτε βούληση είτε ικανότητα να τηρηθούν, και από τη σταδιακή συνειδητοποίηση των πολιτών πως η κατάσταση δεν επρόκειτο να ανατραπεί στο εγγύς μέλλον. Η υπόσχεση για το βραχυπρόθεσμο μέλλον «ώσπου να γινείς δεκαοχτώ εν θα έσιει στρατό» ξεκίνησε και αυτή ως ένας αστεϊσμός με δόση ελπίδας και εξελίχθηκε σε λεκτική ειρωνεία. Η υπόσχεση πλέον εκφράζεται μόνο για να υπογραμμιστεί η στωική πραγματικότητα, πως τα πράγματα δεν θα αλλάξουν και πως η καλύτερη πρακτική αντιμετώπιση αυτής της συνθήκης είναι η αποδοχή της.
Το κενό μεταξύ υπόσχεσης και προσδοκίας εδραίωσε το κυπριακό πρόβλημα στο μυαλό της γενιάς που ακολούθησε την εισβολή, και ακόμα περισσότερο αυτής που ακολούθησε αμέσως μετά, αυτής των εγγονιών, ως ενός προβλήματος που δεν έχει τα χαρακτηριστικά κάθε άλλου πολιτικού και κοινωνικού προβλήματος. Για κάθε πρόβλημα, υπάρχει βιωματικά η αντίληψη για το πώς μπορεί να λυθεί ή να βελτιωθεί. Στο μυαλό μας έρχονται αβίαστα τα συγκεκριμένα, λογικά βήματα αντιμετώπισης μιας αρνητικής κατάστασης: διαπίστωση των τρεχουσών συνθηκών, εντοπισμός της ρίζας του προβλήματος, αντιμετώπιση των άμεσων επιπτώσεων, σταδιακή διόρθωση των βαθύτερων αιτίων. Αρκετά προβλήματα έχουν βρει κάποιες λύσεις τις τελευταίες δεκαετίες και η κυπριακή κοινωνία συνεχίζει να ψάχνει –κάποτε μεθοδικά και κάποτε με πισωγυρίσματα– νέες.
Το Κυπριακό δεν θεωρείται όμως «φυσιολογικό» πρόβλημα και είναι ένας χώρος όπου η λογική δεν αφήνεται να λειτουργήσει ως εργαλείο. Μπροστά σε κάθε πιθανό βήμα ορθώνεται στο μυαλό μας, ως εμπόδιο με υπερφυσική διάσταση που δεν περιορίζεται από τους φυσικούς νόμους, η Τουρκία, αποτελώντας παράλληλα φόβητρο και άλλοθι. Το σκεπτικό σε κάθε συζήτηση για τον μεγάλο εχθρό στην άλλη πλευρά της θάλασσας είναι πως δεν θα δεχθεί ποτέ να συμφωνήσει σε κάτι που δεν τη συμφέρει απόλυτα. Όταν αντιτάξουμε σε αυτό το σκεπτικό την απάντηση πως υπάρχουν κάποια θετικά ανταλλάγματα, η αντίρρηση του ε/κ μυαλού είναι πως αυτά δεν θα της αρκέσουν και θα θέλει περισσότερα. Όταν αντιτάξουμε σε αυτή τη θέση το γεγονός πως η άλλη πλευρά μπορεί να περιοριστεί από το να πετύχει μαξιμαλιστικούς στόχους (άλλωστε για σαράντα χρόνια πετύχαμε να μην αναγνωρίζονται τα Κατεχόμενα), η αντίρρηση είναι πως ακόμα και να αξιοποιηθούν όλα τα εργαλεία και υπάρξει συμφωνία, η Τουρκία δεν θα την τηρήσει.
Έχουμε δημιουργήσει δηλαδή ένα κύκλωμα στο μυαλό μας που απορρίπτει εκ των προτέρων την όποια στρατηγική για αλλαγή της κατάστασης, είτε η αλλαγή αυτή αποτελεί την συμφιλίωση με τον εχθρό, είτε αποτελεί την νίκη απέναντι στις μεθοδεύσεις του. Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο, ο εχθρός δεν αλλάζει ποτέ, είναι παντοδύναμος λόγω μεγέθους και ακόμα και όταν του επιβληθούν συμπεριφορές μέσω της διπλωματίας δεν πρόκειται να τηρήσει τα συμφωνηθέντα. Πού είναι οι Τουρκοκύπριοι σε αυτό το σχήμα; Είναι άλλωστε η μόνη ομάδα εμπλεκομένων στο Κυπριακό που για χρόνια χρειάζεται και θέλει αλλαγή χωρίς καθυστέρηση.