Του Γιώργου Κακούρη
Το Κυπριακό δεν είναι σήμερα «σέξι» θέμα για τη διεθνή κοινότητα, και για την περιφερειακή μας κοινότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως δεν λείπει τελείως από την ατζέντα. Παρά τις αναφορές που γίνονται στη Λευκωσία από τους υποψηφίους για ένταξη στο ΝΑΤΟ παρά το προδιαγεγραμμένο βέτο της Τουρκίας, διορισμό απεσταλμένου της Ε.Ε. στις διαπραγματεύσεις παρά τον καθιερωμένο ρόλο των Βρυξελλών στη διαδικασία ή επιστροφή εκεί που μείναμε στο Κραν Μοντανά με κάποιον τρόπο χωρίς συγκεκριμένες ιδέες για το πώς θα γίνει αυτό, στις Βρυξέλλες και τη Νέα Υόρκη είναι γνωστό ποια περιθώρια υπάρχουν για επίλυση του προβλήματος.
Από τη μία, οι αρχές των Ηνωμένων Εθνών, ο τρόπος λειτουργίας του και οι διαθέσεις της ηγεσίας δεν αφήνουν περιθώριο αναγνώρισης των Κατεχομένων ως ξεχωριστού κράτους χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Από την άλλη, ούτε η Ευρώπη έχει δείξει την οποιαδήποτε διάθεση να αφήσει την πόρτα ανοιχτή για δύο κυπριακά κράτη εντός της Ε.Ε.
Η στάση αυτή ακόμα μεγαλύτερη σημασία σήμερα, εν μέσω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, με την εδαφική ακεραιότητα των κρατών να καθίσταται προτεραιότητα για τη διεθνή κοινότητα.
Με άλλα λόγια, ο ορθός παραλληλισμός μεταξύ των περιπτώσεων της Ουκρανίας και της Κύπρου δεν αφορά το παρελθόν και το παθητικά επιθετικό ερώτημα «μα γιατί δεν βάζετε κυρώσεις και στην Τουρκία για το 1974». Αφορά το μέλλον και την ιδιαίτερη στιγμή στο παγκόσμιο σκηνικό όπου δεν υπάρχει διάθεση συζήτησης αλλαγής αναγνωρισμένων παγκόσμιων συνόρων.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα σύνορα της Κυπριακής Δημοκρατίας βρίσκονται στα ανοιχτά της νήσου Κύπρου, και το μέλλον της τ/κ κοινότητας για τη διεθνή κοινότητα είναι σε αυτό το στάδιο μόνο η συμμετοχή σε ένα ομοσπονδιακό κυπριακό κράτος μέλος της Ε.Ε. Και επιμένω στο ομοσπονδιακό όχι λόγω ιδεοληψίας αλλά για πρακτικούς λόγους: είναι η μόνη μορφή λύσης την οποία έχουν συζητήσει με τόση λεπτομέρεια οι άμεσα ενδιαφερόμενοι ως εναλλακτική της συνέχισης της σημερινής κατάστασης.
Όμως το καθεστώς της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι προοπτικές ομοσπονδιακής λύσης δεν έρχεται μόνη της χωρίς δεσμεύσεις. Αν έχουμε πετύχει ως ε/κ πλευρά τη μη αναγνώριση της τ/κ πλευράς ως κράτους, αυτό έχει γίνει με δεδομένη την ετοιμότητά μας να μοιραστούμε τη διακυβέρνηση του κράτους με την τ/κ κοινότητα.
Αυτό ίσχυε και όταν υπήρχε Κυπριακό και ενεργός διαδικασία, αυτό ισχύει και σήμερα που η ζωή του στάτους κβο του κυπριακού προβλήματος έχει τελειώσει και ζούμε τις τερατογενέσεις της αστάθειας στην οποία βρίσκεται ο κόσμος και η περιοχή μας.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει παγκόσμια κρίση, την οποία δεν βοηθά πάντα η επαμφοτερίζουσα, για τους δικούς της λόγους, στάση της Τουρκίας. Η πιθανότητα μιας κρίσης αυξάνεται, λόγω των επικείμενων τουρκικών εκλογών και την αγωνία Ερντογάν να επανεκλεγεί, και στο «σύστημα» των κρατών που εμπλέκονται στο Κυπριακό. Και επιδεινώνεται δεδομένων των προεδρικών εκλογών, της ενασχόλησης της Ελλάδας αποκλειστικά με την ενέργεια και το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, και την απουσία σοβαρής φωνής στην επίσημη τ/κ πλευρά.
Οι κρίσεις, κατά το κλισέ που καθιερώθηκε στην Κύπρο το 2013, φέρνουν και ευκαιρίες. Αλλά για ακόμη μία φορά, αν υπάρχει ευκαιρία να σταματήσει η ανεξέλεγκτη αποσύνθεση του Κυπριακού και να δρομολογηθούν συνθήκες για σοβαρό και βιώσιμο κλείσιμό του, δεν είναι στο χέρι των άλλων να τις αδράξουν για εμάς αλλά στο δικό μας.
Όπως και την περίοδο 2014 - 2017, σε ένα σχετικά πιο ήρεμο διεθνές σκηνικό, το κλειδί δεν βρίσκεται στην Άγκυρα αλλά στη Λευκωσία. Όχι όμως την ελεγχόμενη από την κυβέρνηση, ή νότια, Λευκωσία, ούτε την κατεχόμενη, ή βόρεια, Λευκωσία. Αλλά από το αν μπορεί να εκφραστεί ε/κ και τ/κ βούληση από κοινού.
Αφήνοντας για την ε/κ πλευρά πίσω τις φοβίες για τον ρόλο της Τουρκίας σ’ ένα ομοσπονδιακό κράτος (οι οποίες μπορούν να περιοριστούν μόνο όταν Ε/κ και Τ/κ έχουν κοινά συμφέροντα), και αφήνοντας για την τ/κ πλευρά πίσω την εξάρτηση.
Δυστυχώς η ε/κ πλευρά σήμερα είναι ακέφαλη, όπως και η τ/κ πλευρά. Αν υπάρχουν, πολιτικοί με όραμα και τόλμη θα μπορούσαν να γεμίσουν αυτό το κενό –τώρα πριν από τις εκλογές– για να αποκτήσει η χώρα πραγματικά εχέγγυα ανεξαρτησίας.