ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Σε τροχιά σύγκρουσης ΗΠΑ – Κίνα: Από τον Θουκυδίδη στην παγίδα δασμών

Καμία από τις δύο πλευρές δεν προτίθεται, προς το παρόν, να κάνει πίσω – και καμία δεν ξέρει πώς. Οι δύο σκληρές γραμμές και τα τρία ερωτήματα που αναζητούν απάντηση

Του Γιώργου Σκαφιδά

Είναι Μάιος του 2017· ο Ντόναλντ Τραμπ έχει συμπληρώσει μόλις τέσσερις μήνες στην εξουσία, ως 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ· η κυρία εστία ανησυχίας δεν είναι η Γάζα, ούτε η Ουκρανία, αλλά οι πυραυλικές δοκιμές της Βόρειας Κορέας… και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού κυκλοφορεί ένα βιβλίο με τον τίτλο «Σε τροχιά πολέμου: Μπορούν ΗΠΑ και Κίνα να αποφύγουν την παγίδα του Θουκυδίδη;». Συγγραφέας του, ο άλλοτε πρύτανης του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Γκρέιχαμ Αλισον.

Οταν μια ανερχόμενη δύναμη, όπως η Κίνα, απειλεί να εκτοπίσει μια άλλη κυρίαρχη δύναμη, όπως τις ΗΠΑ, τότε επίκειται πόλεμος, ή τουλάχιστον η απειλή ενός πολέμου που θα μπορούσε ενδεχομένως να αποφευχθεί αλλά δύσκολα. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα που στέλνει το εν λόγω βιβλίο, με το βλέμμα στραμμένο σε Ουάσιγκτον και Πεκίνο.

Αθήνα και Σπάρτη δεν τα κατάφεραν, πριν από δύομισι χιλιάδες χρόνια, να αποφύγουν τον (Πελοποννησιακό) πόλεμο. Ο Αλισον επικαλείται τον Θουκυδίδη όταν γράφει ότι «η άνοδος της Αθήνας και ο φόβος που προκάλεσε στη Σπάρτη ήταν αυτό που έκανε τον πόλεμο αναπόφευκτο». Θα μπορούσε, άραγε, κατ’ αντιστοιχία, η άνοδος της Κίνας και ο φόβος που αυτή προκαλεί στις ΗΠΑ να καταστήσει αναπόφευκτη μια σινοαμερικανική σύγκρουση; Το εν λόγω ερώτημα, και οι πιθανές απαντήσεις σε αυτό, συζητούνται εδώ και χρόνια, με κυμαινόμενη ένταση ανάλογα με την περίοδο.

Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι το «αμερικανικό πίβοτ στην Ασία» ξεκίνησε επί Ομπάμα, όταν υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ ήταν η Χίλαρι Κλίντον, ενώ η σινοαμερικανική ένταση χτύπησε κόκκινο επί Μπάιντεν, όταν η Νάνσι Πελόζι επισκέφθηκε την Ταϊβάν το καλοκαίρι του 2022.

Από στατιστική σκοπιά, το ενδεχόμενο ενός σινοαμερικανικού πολέμου συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες από όσες εκείνο μιας διαχείρισης εν ειρήνη. «Κατά τα πεντακόσια προηγούμενα χρόνια, σε δεκαέξι περιπτώσεις μια μεγάλη αναδυόμενη δύναμη απείλησε να εκτοπίσει μια κυρίαρχη δύναμη. Στις δώδεκα από αυτές η κατάληξη ήταν ο πόλεμος», διαβάζουμε στο βιβλίο του Αλισον, που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πεδίο.

Ο ίδιος ο Αλισον έχει, ωστόσο, ξεκαθαρίσει ότι δεν θεωρεί αναπόφευκτο έναν σινοαμερικανικό πόλεμο. Ο νέος υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, παρουσιάστηκε να συμφωνεί. «Δεν επιδιώκουμε τον πόλεμο με την Κίνα», δήλωσε χθες από τον Παναμά τον οποίο επισκέφθηκε, προσθέτοντας ωστόσο στην παραπάνω φράση μια σειρά από «ναι μεν, αλλά».

Για να αποφευχθεί ωστόσο η απειλή ενός σινοαμερικανικού πολέμου, Ουάσιγκτον και Πεκίνο θα πρέπει να προχωρήσουν σε συμβιβασμούς. Σύμφωνα με τον Αλισον, η Κίνα θα έπρεπε «να περιορίσει τις φιλοδοξίες της» και η Ουάσιγκτον, από την άλλη πλευρά, «να συμφωνήσει να μοιραστεί την πρωτοκαθεδρία της στον Ειρηνικό».

Εν έτει 2025 πια, εκείνη «η παγίδα του Θουκυδίδη» δείχνει να επισκιάζεται από μια «παγίδα δασμών».

«Τραμπ και Σι έχουν εγκλωβιστεί σε μια παγίδα δασμών (Tariff Trap). Κανένας από τους δύο δεν θέλει να κάνει πίσω – και κανένας από τους δύο δεν ξέρει πώς (σ.σ. θα μπορούσε να κάνει πίσω)», γράφει στον ιστοχώρο του περιοδικού Foreign Policy ο Κρεγκ Σίνγκλτον, Αμερικανός πρώην διπλωμάτης και νυν διευθυντής του Προγράμματος για την Κίνα (China Program) στο αμερικανικό ερευνητικό ινστιτούτο FDD (Foundation for Defense of Democracies).

Ουάσιγκτον και Πεκίνο παρουσιάζονται, τις τελευταίες εβδομάδες, να ανταλλάσσουν «πυρά» υπό μορφή ολοένα υψηλότερων δασμών, όχι πια απλώς «ανταποδοτικών» («reciprocal») αλλά και «τιμωρητικών» («punitive»). Oταν ανέβουν από ένα ποσοστό και πάνω ωστόσο, οι δασμοί λειτουργούν ως σημείο ρήξης, επιφέροντας επί της ουσίας τη διακοπή κάθε εμπορικής συναλλαγής. Κάποιες εισαγωγές, με άλλα λόγια, δεν υπάρχει λόγος να συνεχίζονται όταν η τιμή των προς εισαγωγή αγαθών υπερδιπλασιάζεται στα σύνορα. Οι FT μιλούν πια για «αποστολές φορτίων που ακυρώνονται», καθώς «οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της υφηλίου προετοιμάζονται για ένα οικονομικό διαζύγιο». Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, οι Αμερικανοί έχουν επιβάλει στους Κινέζους δασμούς που αγγίζουν το 145% και οι Κινέζοι έχουν απαντήσει με 84%. Ωστόσο, «υπό αυτά τα νούμερα, το εμπόριο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της υφηλίου θα μπορούσε να διακοπεί» ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για ένα ολοκληρωτικό σινοαμερικανικό decoupling, σχολιάζει ο Guardian.

Υπό αυτά τα δεδομένα, ανακύπτουν ωστόσο τρία βασικά ερωτήματα:

1. Πόσο υλοποιήσιμο είναι στην πράξη ένα σινοαμερικανικό εμπορικό διαζύγιο;

2. Τι επιπτώσεις θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο διαζύγιο, όχι μόνο στον σινοαμερικανικό άξονα αλλά διεθνώς;

3. Υπάρχουν, άραγε, ακόμη περιθώρια να διασωθεί η σινοαμερικανική σχέση, ενδεχομένως υπό νέα δεδομένα τα οποία θα είναι όμως αποδεκτά και από τις δύο πλευρές;

«Αυτό το οφθαλμόν αντί οφθαλμού μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών της υφηλίου έχει ευρύτερες επιπτώσεις που θα μπορούσαν να πλήξουν τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές», προειδοποιεί, από την πλευρά του, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.

Η Κίνα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ το 2024 και, με αυτό ως δεδομένο, ένα ξαφνικό σινοαμερικανικό εμπορικό διαζύγιο θα μπορούσε να προκαλέσει χάος στις εφοδιαστικές αλυσίδες και έκρηξη τιμών.

Πρακτικά, όλες αυτές οι επιπτώσεις θα αρχίσουν να φαίνονται συν τω χρόνω, εάν οι δασμοί παραμείνουν.

Προς το παρόν, από τους άμεσα εμπλεκομένους εισαγωγείς και εξαγωγείς, άλλοι τηρούν στάση αναμονής και άλλοι αναζητούν εναλλακτικές διαδρομές συνέχισης του εμπορίου μέσω τρίτων χωρών. Ο όγκος των σινοαμερικανικών εμπορικών συναλλαγών ήταν, όμως, πολύ μεγάλος (σχεδόν 583 δισ. δολ. το 2024) και παγιωμένος για να μπορέσει να υποκατασταθεί σύντομα από άλλες εναλλακτικές, χωρίς απώλειες ή άλλες ανεπιθύμητες επιπτώσεις (πληθωριστικές πιέσεις, ελλείψεις αγαθών). Οι New York Times αναφέρουν, ενδεικτικά, ότι το 73% των smartphones, το 78% των φορητών υπολογιστών, το 87% των παιχνιδομηχανών (video game consoles) και το 77% των παιχνιδιών που εισάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, προέρχονται από τη Κίνα.

Αλλά και από την άλλη πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το 2024 ο μεγαλύτερος εξαγωγικός προορισμός για τα κινεζικά προϊόντα, απορροφώντας σχεδόν το 15% του συνόλου των κινεζικών εξαγωγών.

Με άλλα λόγια, το διαφαινόμενο σοκ θα είναι μεγάλο (ενδεχομένως πρωτοφανές, από πολλές απόψεις) εάν Πεκίνο και Ουάσιγκτον δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε ένα νέο modus operandi το προσεχές διάστημα.

Προς το παρόν πάντως, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται. Αντιθέτως, ο Τραμπ εξακολουθεί να πιέζει, παγώνοντας μεν τους δασμούς για δεκάδες χώρες αλλά όχι και για την Κίνα, ενώ το Πεκίνο αντεπιτίθεται, όχι μόνο με το ίδιο νόμισμα (της επιβολής δασμών) αλλά και με άλλους τρόπους: για παράδειγμα μπλοκάροντας (προσωρινά ή όχι, μένει να φανεί) την ύψους 23 δισ. δολ. πώληση δύο λιμανιών του Παναμά στην αμερικανική BlackRock, μια πώληση την οποία υποτίθεται όμως ότι είχε συμφωνήσει η CK Hutchison η οποία ελέγχει τώρα τα εν λόγω λιμάνια και έχει την έδρα της στο Χονγκ Κονγκ.

Οσο για το μέλλον, αυτό με τα σημερινά δεδομένα προμηνύεται εκρηκτικό.

Ο Κρεγκ Σίνγκλτον γράφει χαρακτηριστικά στο Foreign Policy: «Ο Τραμπ και ο Σι Τζινπίνγκ βρίσκονται πλέον σε τροχιά σύγκρουσης. Ο Τραμπ πιστεύει ότι η αδυσώπητη πίεση πρόκειται να αναγκάσει τελικά το Πεκίνο να συνθηκολογήσει και βλέπει κάθε κλιμάκωση της έντασης ως απόδειξη ότι η προσέγγισή του λειτουργεί. Ωστόσο ο Σι, από την πλευρά του, γνωρίζει ότι οι παραχωρήσεις είναι απίθανο να οδηγήσουν σε ανάπαυλα. Ο Τραμπ απλώς θα συνεχίσει να πιέζει, ζητώντας περισσότερα. Μπροστά μας έχουμε, λοιπόν, όχι μια δοκιμασία αντοχής, αλλά μια σύγκρουση σκληρών γραμμών – μια απρόβλεπτη κλιμάκωση χωρίς ταβάνι και χωρίς ξεκάθαρη διέξοδο».

ΣΧΕΤΙΚΑ TAGS
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

NEWSROOM

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Γιώργου Σκαφιδά

Κόσμος: Τελευταία Ενημέρωση

X