Του Γιώργου Κακούρη
Η ζωή στην ευρωπαϊκή συνοικία των Βρυξελλών είναι περίπλοκη και οι πολιτικές που συζητούνται και διαμορφώνονται εδώ είναι τεράστια, δύσβατα βουνά, με πολλαπλές, διαφορετικές βουνοκορφές, που συνδέονται κάποτε με δρόμους και γέφυρες, κάποτε με κακοτράχαλα μονοπάτια και κάποτε καθόλου.
Αποτελούν πρόκληση ακόμα και για τους πιο έμπειρους δημοσιογράφους που καλούνται να συγκρατήσουν στο μυαλό τους όλους τους τομείς πολιτικής και κάθε λεπτομέρεια που επεξεργάζονται καθημερινά και σε εξαντλητική λεπτομέρεια χιλιάδες πραγματικοί ειδικοί και τεχνοκράτες που έχουν περάσει χρόνια να ζουν στην κορυφή μιας από αυτές τις βουνοκορφές. Ένας δημοσιογράφος για να μπορεί να πει πως γνωρίζει ένα ευρωπαϊκό θέμα πραγματικά καλά θα πρέπει να εξειδικευτεί σε αυτό, με τον τρόπο που το κάνουμε και στην Κύπρο, και σε κάθε χώρα σε εθνικό επίπεδο, με χρόνια διαβάσματος και χτίσιμο επαφών μεταξύ αυτών που παίζουν το συγκεκριμένο θέμα στα δάκτυλα.
Γιατί ένας δημοσιογράφος δεν μπορεί ποτέ να γίνει πραγματικός τεχνοκράτης, αλλά θα πρέπει να ξέρει τι δεν ξέρει, και να ξέρει ποιον να ρωτήσει για να λύσει τις απορίες του. Μπορεί, δηλαδή, να ζήσει στις παρυφές κάποιας από τις βουνοκορφές, και να είναι ο μεσάζοντας μεταξύ των ειδικών που εξερευνούν τη φύση στην κορυφή ή χτίζουν νέες δομές, και του κόσμου στην πεδιάδα. Να καταλάβει δηλαδή μόνο όσα χρειάζεται για να εξηγήσει. Στις Βρυξέλλες, την ευχέρεια να είναι πραγματικά εξειδικευμένοι σε ένα θέμα την έχουν μόνο οι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε μεγάλα πανευρωπαϊκά ΜΜΕ και ιστοσελίδες που δίνουν σε ένα άτομο, ή και σε μια ομάδα, το περιθώριο, τον χρόνο και την ευθύνη να εστιάσουν σε έναν τομέα πολιτικής.
Οι υπόλοιποι, που αναλόγως μεγεθών της χώρας από την οποία προερχόμαστε είμαστε είτε μέλος μιας μικρής ομάδας από το μέσο μας, ο μοναδικός εκπρόσωπος ενός ΜΜΕ ή εκπρόσωπος πολλαπλών ΜΜΕ, μπορούμε μόνο να πηδάμε σαν αγρινά από θέμα σε θέμα, από βουνό σε βουνό.
Μπορούμε να επισκεφθούμε μία από τις κορφές μόνο με κόπο και χρόνο, πριν μεταφέρουμε όσα καταλάβαμε στους αναγνώστες και το κοινό και πριν χρειαστεί να τρέξουμε στην επόμενη αποστολή. Κάθε επιστροφή σε μια από τις βουνοκορφές πολιτικής της Ε.Ε. είναι αναγκαστικά σύντομη.
Πρώτα μαζεύουμε τις επιφανειακές εξελίξεις, μετά ενημερωνόμαστε από κατοίκους και περαστικούς για τα όσα μεσολάβησαν από την τελευταία φορά που βρεθήκαμε στην περιοχή, και μόνο τότε μπορούμε να έχουμε μια ιδέα του τι πραγματικά έχει σημασία να καταγράψουμε και να μεταφέρουμε, αλλά και πώς να το κάνουμε. Πόσα μαθαίνουμε λοιπόν, και πόσα προλαβαίνουμε να μάθουμε στις πρωτεύουσές μας για τα όσα συμβαίνουν στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Πόσο πιο εύκολο είναι να αναλωθούμε στα όσα εμείς θέλουμε να δούμε να έρχονται από την Ε.Ε., και να θέτουμε ατέρμονα ερωτήματα για την κατοχή και την Τουρκία ακόμα και όταν είμαστε εκτός θέματος;
Πόσο πιο εύκολο είναι να ψάχνουμε μόνο τις δικές μας καθημερινές, βραχυπρόθεσμες έγνοιες και να μη βλέπουμε τα ευρύτερα πλαίσια που φαντάζουν μακρινά αλλά έρχεται η στιγμή που μας επηρεάζουν;
Είναι πραγματικά δύσκολη η εξισορρόπηση του πλαισίου των Βρυξελλών και της χώρας του καθενός, και είναι κρίμα που πολλά που θα μπορούσαμε να αγγίξουμε και να καταλάβουμε τα χάνουμε στο τρέξιμο της καθημερινής είδησης.
Όσο περισσότερο αντιλαμβανόμαστε –και εμείς οι δημοσιογράφοι στις Βρυξέλλες και όσοι δουλεύουν στην Κύπρο– πως λειτουργούν οι θεσμοί και τα όσα τους περιτριγυρίζουν, τόσο πιο εύκολη θα είναι και η επικοινωνία και τόσο λιγότερο το βάρος της κατανόησης για όλους.
Και πρόοδος δεν μπορεί, έχει υπάρξει. Και οι δυνατότητες της τεχνολογίας έχουν βελτιώσει την πρόσβαση σε πηγές πληροφόρησης και κατανόησης. Αν του επιτραπεί το περιθώριο και ο χρόνος, και ο εξειδικευμένος συντάκτης μπορεί από τη χώρα να ψάξει και να καταλάβει περισσότερο τι συμβαίνει στην ευρωπαϊκή «βουνοκορφή» που τον αφορά.
Και ο ρόλος των ανταποκριτών σε αυτό το μέλλον μπορεί να είναι να μην προσπαθούν να προλάβουν τα πάντα, αλλά να γίνονται η δίοδος επικοινωνίας.