Του Γιώργου Κακούρη
Πέρα από τη συναισθηματική φόρτιση όσων ασχολούνται με το Κυπριακό, δεν υπάρχουν τελευταίες ευκαιρίες, μόνο συνθήκες στο εξωτερικό και στο εσωτερικό που βελτιώνονται και επιδεινώνονται, και η πραγματική ζωή που εδραιώνει καταστάσεις και παραμέτρους. «Τελευταία ευκαιρία» υπάρχει μόνο αν θεωρούμε πως η λύση του Κυπριακού είναι μια τελεολογική διαδικασία, της οποίας η αξία εξαρτάται εξ ολοκλήρου από μια υπερβατική στιγμή στο τέλος της διαπραγμάτευσης, που θα διορθώσει όλα τα κακά, από την προσφυγιά και την κατοχή μέχρι τη διαφθορά και την πελατειακή φιλοσοφία του κυπριακού κράτους.
Τώρα αν αυτή η «Ημέρα της Κρίσης» οδηγεί σε πολιτειακό παράδεισο ή πολιτειακή κόλαση, σε χαρούμενο χολιγουντιανό happy end ή καταθλιπτικό τέλος κινηματογραφικής δυστοπίας, είναι θέμα πολιτικής ερμηνείας. Όμως «Ημέρα της Κρίσης», ή «Ημέρα της Λύσης» δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει είναι η επιλογή να ενεργήσουμε ως ενήλικες και να ξεκινήσουμε τη διόρθωση της ζημιάς που έκανε η κατοχή και η διχοτόμηση, βήμα-βήμα, με πρόνοιες και μηχανισμούς διαχείρισης της καθημερινότητας που αναλύουμε σε εξαντλητική λεπτομέρεια εδώ και δεκαετίες. Κανείς δεν έχει παρουσιάσει άλλη εναλλακτική με τόσο συγκεκριμένους όρους.
Το ότι η λύση είναι μια διαδικασία που χρειάζεται δουλειά –αλλά ταυτόχρονα ένα εφικτό πλάνο μεταρρύθμισης– πρέπει να το θυμόμαστε καθώς η κυβέρνηση ξεκινά ακόμα μια προσπάθεια επανέναρξης των συνομιλιών. Πρέπει να θυμόμαστε παράλληλα ότι κατά την περίοδο 2015-2017 η κυβέρνηση δεν έκανε ουσιαστικές προσπάθειες προετοιμασίας και ενημέρωσης των πολιτών, και ότι ο τέως Πρόεδρος Αναστασιάδης δεν μπορούσε να εξηγήσει καθαρά στις δημόσιες δηλώσεις του τις θετικές συγκλίσεις που είχε πετύχει με τον Μουσταφά Ακιντζί για την ελεύθερη διαμονή και ιδιοκτησία όλων και στις δύο πολιτείες, με ρυθμίσεις που στην πράξη δεν θα επηρέαζαν όσους ήθελαν να επιστρέψουν.
Και να θυμόμαστε την εξοργιστική απραξία της κυβέρνησης Αναστασιάδη μετά το Κραν Μοντανά, την απραξία απέναντι στις προειδοποιήσεις για το Βαρώσι και την ΑΟΖ, την κυνική στροφή σε δηλώσεις για οπαδούς της «όποιας λύσης» μόνο και μόνο για το κομματικό ακροατήριο και για τις επόμενες εκλογές. Στην οποία κυβέρνηση ο κ. Χριστοδουλίδης ήταν ΥΠΕΞ, και όπου, ακόμα και ο Ιωάννης Κασουλίδης που τον διαδέχθηκε παρουσίασε την εκπλήρωση υποχρεώσεων βάσει του Κανονισμού της Πράσινης Γραμμής ως θετικό βήμα και αναλώθηκε σε αντιπαραθέσεις με τον ΟΗΕ για το γήπεδο της Τσετίνκαγια.
Καθώς ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης απευθύνεται στην Ε.Ε. και στον ΟΗΕ για την ενεργότερη συμμετοχή της, θα πρέπει να θυμάται πως οι ανθυποψήφιοί του προεκλογικά επέκριναν (ανοιχτά ή συγκεκαλυμμένα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα) την απραξία των τελευταίων ετών της θητείας Αναστασιάδη. Και να θυμηθεί πως κέρδισε με λίγο πάνω από 50%.
Ας κοιτάξουμε πέρα από τις προεκλογικές εξαγγελίες για διορισμό ειδικού απεσταλμένου της Ε.Ε. (κάτι που ελέγχεται αν είναι εφικτό και πώς μπορεί να γίνει) και ας εστιάσουμε στον υπαρκτό μέχρι σήμερα ρόλο της Ε.Ε.
Ήδη η Ε.Ε. έχει βοηθήσει να έρθουμε πιο κοντά από ποτέ στη συγκεκριμενοποίηση ρυθμίσεων ενός πλαισίου ομοσπονδιοποίησης του κυπριακού κράτους (καλή ώρα όπως με την ελεύθερη διακίνηση) που να συνάδουν με τις ελευθερίες που θεωρούμε δεδομένες. Έχει κρατήσει στην ατζέντα μέσω παρεμβάσεων και πολύ καθαρών τοποθετήσεων την προοπτική ομοσπονδιοποίησης της Κύπρου και έχει απορρίψει το όποιο σενάριο για δύο κράτη. Έχει υπάρξει χρήσιμο εργαλείο για να σταλεί μήνυμα στην Τουρκία πως οι προκλήσεις θα παίρνουν απαντήσεις. Και έχει δείξει μέσω χρηματοδότησης έργων προς όφελος και των δύο κοινοτήτων πώς οι Κύπριοι μπορούν να εργαστούν για τη βελτίωση της χώρας πέρα από τις όποιες εθνοκεντρικές ονειρώξεις.
Αυτό που χρειάζεται τώρα δεν είναι ακόμα ένας κλασικός πολιτικός απεσταλμένος που να ταξιδεύει μεταξύ Λευκωσίας, Αθήνας και Άγκυρας. Η διαδικασία άλλωστε ανήκει στα Ηνωμένα Έθνη. Ίσως χρειάζεται ένας πολιτικός απεσταλμένος της Ε.Ε. προς τους ίδιους τους Κύπριους, που θα μπορεί να μεταφέρει την ευρωπαϊκή οπτική στον δημόσιο διάλογο. Αλλά και θα μπορεί να παίρνει θέση κατά των όποιων κινήσεων των δύο πλευρών έχουν στόχο τα εσωτερικά ακροατήρια και το blame game παρά το όφελος των Κύπριων πολιτών -σε βορρά και νότο.