ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...
 

Αφομοιώνεται λογοτεχνικά; Προσφέρεται ηχητικά;

Του Γιώργου Κακούρη

Του Γιώργου Κακούρη

Δεν έχω διαβάσει ακόμα όλες τις αντιδράσεις στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από ανθρώπους της λογοτεχνίας ή από τέλος πάντων ανθρώπους που χρησιμοποιούν τη γλώσσα ως επαγγελματικό εργαλείο (τους γραφκιάδες των εφημερίδων, καλή ώρα), για το κείμενο της Λίνας Πανταλέων στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης» («Τι γλώσσα μιλάει η ελληνική πεζογραφία;»). Εντόπισα όμως τις δύο κατηγορίες αντιδράσεων που εμφανίζονται μεταξύ των Ελληνοκυπρίων κάθε φορά που επιχειρείται στην Ελλάδα μια ανάγνωση της γλωσσικής αλλά και της πολιτισμικής μας ιδιαιτερότητας και ταυτότητας.

Η μία αφορά τις αντιδράσεις που απορρίπτουν την κάθε τέτοια προσπάθεια ως εχθρική επιβολή «καθαρότητας» από ένα εθνικό κέντρο που είναι στην καλύτερη περίπτωση μονοκόμματο στις προσεγγίσεις του και στη χειρότερη ξένο. Η άλλη αφορά τις αντιδράσεις που αντιμετωπίζουν με παράπονο και θυμό αυτές τις αναγνώσεις ως προσβολές που αρνούνται στον Ελληνοκύπριο την πολυπόθητή του «ελληνικότητα».

Πρόκειται για συναισθηματικές αντιδράσεις που εύκολα μπορούν να μας παρασύρουν στις ίδιες κουραστικές συζητήσεις περί ταυτότητας, όπου το κάθε άτομο ερμηνεύει καταστάσεις και προθέσεις οπαδικά, χωρίς να εξετάσει την ουσία της επίμαχης αναφοράς, το από πού προκύπτει, και τι λένε οι αντιδράσεις που προκαλεί για εμάς τους ίδιους.

Για να εξηγούμαστε, κι εγώ θεωρώ προβληματική την αναφορά στην κυπριακή διάλεκτο στο κείμενο. Όμως είναι πιο χρήσιμο να επιχειρήσουμε μια ανάλυσή του αντί να βγάλουμε τα συναισθήματα μας περίπατο. Το κείμενο της Λίνας Πανταλέων δεν έχει ως κύριο θέμα τη χρήση των διαλέκτων της ελληνικής γλώσσας στη λογοτεχνία, πόσο μάλλον τη χρήση της κυπριακής (διαλέκτου ή γλώσσας) την οποία χρησιμοποιεί ως παράδειγμα.

Το άρθρο παραθέτει κάποιες σκέψεις για τη χρήση της γλώσσας ως εργαλείου και ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει τη χρήση των ιδιωματισμών ή των διαλέκτων γενικότερα δεν περιέχει απαραίτητα κάτι προσβλητικό. Η επιλογή της γραφής στη διάλεκτο, μας λέει η κ. Πανταλέων «μπορεί να αποβεί καταστροφική για το κείμενο, στην περίπτωση που οι συγγραφείς δεν συνειδητοποιούν πως ο ιδιωματισμός λειτουργεί λογοτεχνικά μόνο κατόπιν επεξεργασίας».

Στην περίπτωση της κυπριακής το πιο πάνω ισχύει με την έννοια πως δεν ταιριάζει η γραφή σε αδιάκριτα, φολκλορικά ή σύγχρονα κυπριακά σε πλαίσια όπου δεν ταιριάζουν χρονικά ή λογοτεχνικά. Όπως παίζει κανείς με τη γλώσσα για να καταγράψει το πώς μιλούν οι πραγματικοί άνθρωποι, ή όπως την επεξεργάζεται ώστε να μην αποτελεί απλή μεταγραφή της ομιλίας αλλά μια αναπαράσταση της προφορικής ομιλίας στον γραπτό λόγο, έτσι θα πρέπει να «παίζει» και με τη διάλεκτο.

Το προβληματικό σημείο του άρθρου δεν είναι η θέση ότι «ιδιαίτερες δυσκολίες παρουσιάζει η κυπριακή διάλεκτος», γιατί οι δυσκολίες αυτές υπάρχουν για τους λογοτέχνες που αξιοποιούν τη διάλεκτο, «εν μέρει ή εξ ολοκλήρου», στα έργα τους. Είναι, για παράδειγμα, η μεταγραφή των ήχων της κυπριακής κατά τρόπο κοινά αποδεκτό και συνεπή, ή η χρήση της σωστής ποικιλίας της διαλέκτου για απόδοση ενός χαρακτήρα ή τόνου στην αφήγηση.

Το πρόβλημα βρίσκεται στην ερμηνεία της κ. Πανταλέων πως η κυπριακή διάλεκτος «δεν δείχνει ότι μπορεί να αφομοιωθεί λογοτεχνικά, δεν προσφέρεται ηχητικά ή ενδεχομένως να αντιστέκεται στη λογοτεχνική της επιμέλεια», και κυρίως στις συστάσεις της στη Νάσια Διονυσίου και τη Μαρία Ιωάννου πως τα κείμενά τους θα ήταν καλύτερα «αν απουσίαζαν τα κομμάτια στην κυπριακή διάλεκτο».

Ναι, όπως γράφει η κ. Πανταλέων, θα ήταν καλό ένα λογοτεχνικό έργο να μη χρειάζεται γλωσσάρι. Το τι σημαίνει αυτό για τον χαρακτήρα του κειμένου περνά μέσα από το κοινό για το οποίο γράφεται. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το λάθος στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται το επιχείρημα, στην υπόνοια πως η αξία του έργου μιας Κύπριας λογοτέχνιδας συνδέεται με το ποιο κοινό θα επιλέξει να βοηθήσει να το κατανοήσει -και στην υπόνοια πως η γλωσσική, πολιτισμική και ακόμα και πολιτισμική εμπειρία πρέπει να περνά μέσα από ένα τεστ κατανόησης.

Η αναφορά της Λίνας Πανταλέων στον Σωτήρη Δημητρίου, ο οποίος έγραψε στην ηπειρώτικη διάλεκτο, δείχνει πως συμφωνεί πως είναι εφικτή η λογοτεχνική χρήση της διαλέκτου κατά τρόπο που να γίνεται κατανοητή, αν όχι απαραίτητα λέξη προς λέξη αλλά στο πλαίσιο ενός έργου. Γιατί λοιπόν η κυπριακή «δεν δείχνει ότι μπορεί να αφομοιωθεί λογοτεχνικά» ή «δεν προσφέρεται ηχητικά»;

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Άλλα άρθρα συγγραφέα

Του Γιώργου Κακούρη

Γιώργος Κακούρης: Τελευταία Ενημέρωση

X