
Kathimerini.gr
Είναι προς το συμφέρον τόσο του Ντόναλντ Τραμπ όσο και του Σι Τζινπίνγκ να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι δασμοί που έχουν ανακοινώσει εκατέρωθεν δεν είναι βιώσιμοι. Το πρόβλημα είναι ότι η προηγούμενη συμφωνία τους δεν δούλεψε και η Ουάσιγκτον βλέπει την Κίνα και τις τεχνολογικές της φιλοδοξίες ως απειλή για την εθνική της ασφάλεια. Γι’ αυτό και είναι ακόμη πιο δύσκολο να επιτευχθεί συμφωνία ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου.
Ο λόγος για τη συμφωνία της «Πρώτης Φάσης» που έκλεισαν τον Ιανουάριο του 2020 έπειτα από ενάμιση χρόνο διαπραγματεύσεων. Προέβλεπε «πάγωμα» των νέων δασμών, αλλά όχι και κατευθυντήριες γραμμές για την ανάκληση όσων είχαν ήδη επιβληθεί. Η Κίνα, πάντως, δεν τήρησε την υπόσχεσή της να αυξήσει τις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων και υπηρεσιών κατά 200 δισ. δολ. ετησίως. Ετσι η συμφωνία του 2020 αποτελεί απογοητευτικό παράδειγμα για τη διευθέτηση της έντασης που αφορά τα πάντα, από τον ρόλο της Κίνας στο εμπόριο του επικίνδυνου ναρκωτικού φεντανίλ έως και το μέλλον της εφαρμογής TikTok στις ΗΠΑ.
Ενα δεύτερο εμπόδιο στη σύναψη ουσιαστικής συμφωνίας είναι το μέγεθος του ελλείμματος των ΗΠΑ από το διμερές εμπόριο με την Κίνα. Τα προϊόντα που εισήγαγε η Κίνα από τις ΗΠΑ ήταν το 2024 σχεδόν κατά 20% λιγότερα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα του 2018, οπότε εγκαινίασε τον εμπορικό πόλεμο ο Τραμπ. Αν, όμως, ληφθούν υπόψη τα κινεζικά προϊόντα που εισάγουν οι ΗΠΑ μέσω τρίτων χωρών, τότε η Αμερική έχει αυξήσει τις εισαγωγές της από την Κίνα στο ίδιο διάστημα. Σύμφωνα με την αμερικανική στατιστική υπηρεσία, η σταδιακή αποσύνδεση των δύο οικονομιών έχει οδηγήσει την Κίνα να μειώσει τις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων κατά 8 εκατοστιαίες μονάδες στο 13% στο διάστημα 2017-2024. Ωστόσο, οι εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων στην Ασία αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 20% φτάνοντας στο 1,3 τρισ. δολ. Το μερίδιο της Κίνας στις παγκόσμιες εξαγωγές επίσης αυξήθηκε. Αυτό σημαίνει ότι πολλές επιχειρήσεις άλλαξαν την κατεύθυνση των εξαγωγών τους και τα διοχετεύουν στις ΗΠΑ μέσω όχι της Κίνας αλλά τρίτων χωρών όπως το Βιετνάμ.
Ο Τραμπ αντιμετωπίζει αυτό το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα ως κλοπή πλούτου των ΗΠΑ και υποστηρίζει πως πρέπει να εξισορροπηθεί το διμερές εμπόριο. Ωστόσο δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Θα χρειάζονταν χρόνια και μεγάλο κόστος για να αναγκαστούν οι κινεζικές βιομηχανίες να παράγουν περισσότερα προϊόντα στις ΗΠΑ που έτσι κι αλλιώς δεν θέλουν κινεζικές επενδύσεις στην επικράτειά τους. Και το τρίτο εμπόδιο είναι ότι το θέμα του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ δεν μπορεί να αποσυνδεθεί με την εντεινόμενη ανησυχία της Ουάσιγκτον για τα τεχνολογικά επιτεύγματα της Κίνας. Μολονότι πολλά μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου επικρίνουν τον εμπορικό πόλεμο του Τραμπ, όλοι οι Αμερικανοί πολιτικοί και των δύο κομμάτων συμμερίζονται την ανησυχία για την απειλή που συνιστά η άνοδος της Κίνας. Ο Τραμπ υπέγραψε το 2019 προεδρικό διάταγμα για να αποκλείσει την Huawei από τα ψηφιακά δίκτυα, αλλά το 2022 ο Δημοκρατικός Τζο Μπάιντεν επέβαλε σαρωτικούς περιορισμούς στις εξαγωγές μικροεπεξεργαστών στην Κίνα και απαγόρευσε την πώληση κινεζικών ηλεκτροκίνητων οχημάτων.
Τέλος, ένα ακόμη πρόβλημα είναι ο τεράστιος πληθυσμός της Κίνας που είναι τετραπλάσιος εκείνου των ΗΠΑ και η παραγωγή του μεταποιητικού της τομέα υπερέβη την αμερικανική εδώ και 15 χρόνια, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Τραμπ έχει προσπαθήσει να συσπειρώσει χώρες όπως η Ινδία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα σε κοινό μέτωπο έναντι της Κίνας. Και αυτό δυσχεραίνει περαιτέρω τη δυνατότητα συμφωνίας με τον Κινέζο πρόεδρο.