Του Γιώργου Κακούρη
Όταν θα έχει εκδοθεί η εφημερίδα που διαβάζετε αυτή τη στιγμή, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ θα έχει ταφεί και η περίοδος πένθους θα έχει παρέλθει. Οπότε και θα μπορούμε να αρχίσουμε να μιλάμε για το μέλλον του ρόλου ενός παραδοσιακού θεσμού στη σύγχρονη εποχή χωρίς να ταπελλώνεται ηθικολογικά κάθε κριτική στο ιστορικό του αποθανόντα, ή ακόμα και στον θεσμό που εκπροσωπούσε, ως αήθης επίθεση.
Η διαδικασία γι’ ανάδειξη του επόμενου Αρχιεπίσκοπου μπορεί ν’ άλλαξε, και για κάποιους να εκσυγχρονίστηκε, όμως παραμένει μια διαδικασία που ουσιαστικά κρατά για τους πιστούς έναν συμβουλευτικό ρόλο και παραπέμπει την τελική απόφαση και πάλι στην Ιερά Σύνοδο, η οποία θα κληθεί μέσα από τα δικά της παιχνίδια και έγνοιες να επιλέξει. Βεβαίως, δεν απαιτεί κανείς από την Εκκλησία της Κύπρου να αποκτήσει σύγχρονο και πρωτοποριακό μοντέλο δημοκρατικής διακυβέρνησης, ή έστω ένα που να συνάδει με το όσο να ’ναι δημοκρατικό, αν και με ελλείψεις, πνεύμα της κοινωνίας και του κράτους όπου λειτουργεί.
Και δεν θα έπρεπε η κοινωνία ευρύτερα, πέρα δηλαδή από όσους θεωρούν τους εαυτούς τους πιστούς, να έχει άποψη για τα εσωτερικά του εν λόγω οργανισμού. Οι ανάγκες ενός θρησκευτικού θεσμού μάλλον ταιριάζουν με ένα σύστημα όπου η λαοφιλία προσμετράται, αλλά οι τελικές αποφάσεις λαμβάνονται με όρους εκκλησιαστικών ισορροπιών και θρησκευτικών προσεγγίσεων.
Εν ολίγοις, πολλοί από εμάς θεωρώ πως – ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί στα χαρτιά, ή λόγω της κοινωνικής νόρμας που εντάσσει όλη την ελληνοκυπριακή κοινότητα στα κιτάπια της εν λόγω θρησκείας, ή ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί μόνο στο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής, ή ακόμα ως αγνωστικιστές, διαμαρτυρόμενοι ή αδιάφοροι για τον όποιο ρόλο της Εκκλησίας της Κύπρου - δεν δικαιούμαστε απαραίτητα να έχουμε άποψη για το όνομα του επόμενου Αρχιεπίσκοπου ή να ψηφίσουμε για αυτόν.
Η καθεμία και ο καθένας, ανάλογα με το θρησκευτικό τους αίσθημα και το πόσο θεωρεί πως τον αφορά η διαδικασία, ας ψηφίσει. Θα ήταν υγιές και για εμάς, και για την κοινωνία, και μάλλον και για την Εκκλησία, να νιώθουμε πως έχουμε το δικαίωμα να μη μας αφορούν οι συγκεκριμένες εκλογές.
Η τραγωδία όμως είναι πως όσο και να θέλουμε, η Εκκλησία της Κύπρου δεν θα μείνει στα δικά της, αφήνοντας τον κάθε πολίτη να έχει ελεύθερη την επιλογή να διαπραγματευτεί τις σχέσεις του με τον Θεό, τον θεό, τους θεούς, το σύμπαν ή τη Μεγάλη Θεά όπως θεωρεί καλύτερο. Είτε πρόκειται για Χριστιανούς είτε όχι, Ορθόδοξους σκέτο ή «ορθόδοξα διαμαρτυρόμενους», ή κοσμικά άτομα που θέλουν τα ίδια να αποφασίζουν πως μεταφράζουν προσωπικές πεποιθήσεις στην καθημερινότητά.
Το θέμα δεν είναι αν ο κάθε ιεράρχης έχει ελευθερία της άποψης. Το θέμα αφορά τον κίνδυνο κατάχρησης για άσκηση πολιτικής επιρροής μιας θέσης με άλλο περιεχόμενο, ενός σχήματος με ειδικό βάρος στον ψυχισμό πολλών ανθρώπων, αλλά κατάχρησης επιχειρηματικών και άλλων πόρων που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια αιώνων σε άλλες εποχές.
Η κατάχρηση αυτή έχει περιεχόμενο: η Εκκλησία έχει διεκδικήσει κεντρικό ρόλο στο ερώτημα της καύσης και των νεκρών που δεν θέλουν να την επιλέξουν για την ταφή τους, έχει απόψεις για το δικαίωμα της άμβλωσης και τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών, διεκδικεί ηθικό πλεονέκτημα και σε θέματα που δεν είναι κοινωνικά αλλά αμιγώς πολιτικά όπως το Κυπριακό, έχει ρόλο επιχειρηματία και άρα ισχυρού παίκτη στην οικονομία. Δεν μπορούμε φυσικά να εναποθέτουμε όλες μας τις ελπίδες στους ιεράρχες να δεήσουν από μόνοι τους, χωρίς να τους το ζητήσουμε, να αφήσουν τη θέση... αντιβασιλέα την οποία απέκτησαν την εποχή της Εθναρχίας λόγω του τότε ρόλου του θεσμού και των τότε συνθηκών.
Η κοινωνία θα συνεχίσει να οριοθετεί και να διαχωρίζει τον ρόλο της Εκκλησίας, και θα ήταν καλό να ακούγαμε (πέρα από τα εύκολα συλλυπητήρια) τις απόψεις των υποψήφιων για τη θέση του Προέδρου όλων, πιστών τε και απίστων.
Μέχρι τότε φοβάμαι πως ίσως θα πρέπει να ψηφίσουμε όλοι στις αρχιεπισκοπικές - γράφοντας έστω για σκοπούς διαμαρτυρίας το όνομα, για παράδειγμα, του τέως Κιτίου.