Του Γιώργου Κακούρη
Η αγροτική πολιτική δεν είναι εύκολο θέμα να το κατανοήσει κάποιος που δεν είναι ειδικός. Ειδικά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ειδικά σήμερα όπου οι αλληλεξαρτήσεις και οι διασυνδέσεις αφορούν όχι μόνο γειτονικές χώρες, όχι μόνο τις χώρες της κοινής αγοράς της Ευρώπης, αλλά πολύπλοκες και δαιδαλώδεις παγκόσμιες αλυσίδες ανταγωνισμού και συνεργασίας.
Δεν μπορούμε να μιλάμε απλώς για «κακομαθημένους αγρότες» ακόμα και όταν μιλάμε για τους Γάλλους αγρότες που επωφελούνται περισσότερο από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ε.Ε. λόγω μεγέθους αγοράς. Και από την άλλη, δεν μπορούμε να μιλάμε απλώς για τη αγροτική δραστηριότητα ως «λειτούργημα» στην οποία αξίζει ειδική μεταχείριση επειδή «μας ταΐζουν», λες και ο αγροτικός τομέας δεν είναι βιοπορισμός και επιχειρηματική δραστηριότητα.
Η πρώτη υπεραπλούστευση προωθεί την απαξίωση ενός ολόκληρου τομέα του οποίου οι επαγγελματίες δικαιούνται την ευκαιρία να βιοποριστούν και να έχουν κέρδος – κάτι που πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, έχουν κάθε λόγο να κάνουν με πράσινο και οικολογικό τρόπο εφόσον λάβουν τα κατάλληλα κίνητρα και στήριξη. Η απαξίωση ωφελεί μόνο τις μεγάλες επιχειρήσεις, μεσάζοντες και υπεραγορές που μαζεύουν τα κέρδη.
Η δεύτερη υπεραπλούστευση συμβάλλει στη λαϊκίστικη εκμετάλλευση της ψήφου των (δίκαια θυμωμένων) αγροτών, όπως με το πέρασμα του Πανίκου Χάμπα από τις διαδηλώσεις των Βρυξελλών τη Δευτέρα το οποίο απαθανάτισε με βίντεο στο Facebook, ή όπως με την οικειοποίηση των αιτημάτων των αγροτών από την άκρα και συντηρητική Δεξιά όπως στις Κάτω Χώρες, και την εργαλειοποίησή τους κατά της πράσινης μετάβασης και της στήριξης προς την Ουκρανία.
Δεν λέω λοιπόν κάτι νέο, όταν εξηγώ πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο νιώθουμε. Ας μη παρασυρόμαστε από τα επεισόδια που βλέπουμε στις οθόνες (ή στις πόλεις μας) μας ή τα επιχειρήματα κατά της προσαρμογής στις νέες πραγματικότητες. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ειδικούς, με απλή γλώσσα και χωρίς κομματικές και πολιτικές εξαρτήσεις, να μας εξηγήσουν όλα τα κομμάτια του παζλ.
Πρέπει πρώτα απ’ όλα να κατανοήσουμε γιατί το θέμα της γεωργίας και της αγροτικής πολιτικής στην Κύπρο, μια χώρα που αναπτύχθηκε από χώρα γεωργών σε χώρα λογιστών μέσα σε μερικές μόνο δεκαετίες, καταλήγει είτε ηθογραφικά εξιδανικευμένο ως υπενθύμιση μιας πιο «αγνής» εποχής, είτε ταξικά και τοξικά δαιμονοποιημένο ως κάτι για το οποίο ορισμένοι ντρέπονται.
Και μετά πρέπει να αντιληφθούμε πως το θέμα της γεωργίας, και το ερώτημα μεταξύ άλλων αν θέλουμε να παράγουμε ή να εισάγουμε, είναι θεμελιώδες στοιχείο της πολιτικής οικονομίας της χώρας και επεκτείνεται σε όλους τους τομείς πολιτικής, από το εμπόριο μέχρι τον τουρισμό, και από την ενέργεια στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η πολιτική της Κομισιόν για τα θέματα παραγωγής τροφίμων, και ειδικότερα της ασφάλειας και της υγείας, έχει ονομαστεί «από το αγρόκτημα στο πιάτο», περιγράφοντας την ανάγκη τα ζητήματα των τροφίμων να ρυθμίζονται και να αντιμετωπίζονται με ολιστικό τρόπο. Ενδεχομένως τώρα να είναι η στιγμή, ενόψει της διαπραγμάτευσης που θα πρέπει να γίνει πολύ σύντομα για το μέλλον της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η προσέγγιση αυτή να επεκταθεί.
Μια μελέτη του European Policy Centre, με τίτλο «Η Πράσινη Συμφωνία την εποχή των πολλαπλών κρίσεων: Ευθυγραμμίζοντας τις βραχυπρόθεσμες απαντήσεις με μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις», ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για να γράψω το ρεπορτάζ αυτής της εβδομάδας.
Στη μελέτη αυτή προτείνεται η αντικατάσταση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (Common Agricultural Policy) από μια «Κοινή Πολιτική Τροφίμων» (Common Food Policy) με αντικείμενο τη χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης του αγροτοδιατροφικού τομέα με ολιστικό τρόπο, και συντονισμένες επενδύσεις για στήριξη της βιώσιμης παραγωγής τροφίμων με μειωμένη χρήση χημικών, νερού και καυσίμων, προώθηση της υγιούς διατροφής στην εστίαση και στα νοικοκυριά, και μείωση της σπατάλης.
Για τα πιο πάνω όμως χρειάζεται σχεδιασμός και περισσότερη προσοχή στο τι λένε οι ειδικοί. Και λιγότερη προσοχή σε αρθρογράφους που προσπαθούν ακόμα να καταλάβουν τι γίνεται (όπως τον υποφαινόμενο) ή σε πολιτικούς που ξέρουν να απαντούν μόνο με τσιτάτα της ελεύθερης αγοράς ή με τη σαγήνη της παροχολογίας.