Του Παύλου Ξανθούλη
Εδώ και αρκετά χρόνια παρακολουθώ δηλώσεις Κυπρίων κρατικών αξιωματούχων, διαφόρων κυβερνήσεων, οι οποίοι στο πλαίσιο παρεμβάσεων στην Ε.Ε., ως εκπρόσωποι του κυπριακού κράτους, αρχίζουν την τοποθέτησή τους με την εξαιρετική από κάθε άποψη αναφορά, «σαν Κύπρος» (και όχι ως Κύπρος). Προφανώς, οι εν λόγω αξιωματούχοι, που δεν είναι λίγοι, δεν γνωρίζουν τη διαφορά του «ως» και του «σαν». Σύμφωνα λοιπόν με τη γραμματική των Κλαίρη-Μπαμπινιώτη, «το σαν χρησιμοποιείται μοναχά για παρομοίωση, ενώ το ως αποδίδει ιδιότητα». Γι’ αυτό, λοιπόν, η ατάκα «σαν Κύπρος» που κοτσάρουν όπου φτάσουν, κάποιοι Κύπριοι αξιωματούχοι, έχει καταντήσει ανέκδοτο στις Βρυξέλλες. Ένα ανέκδοτο το οποίο σε κάθε περίπτωση ενέχει και το στοιχείο της τραγικότητας αξιωματούχων του κυπριακού κράτους που δεν γνωρίζουν βασικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας και κατά συνέπεια αδυνατούν να συντάξουν μια πρόταση. Προχθές, Πέμπτη, ακούγοντας το πρωινό δρομολόγιο του ΡΙΚ, κάποιοι δημόσιοι λειτουργοί «υιοθέτησαν» το εν λόγω «μότο», προκειμένου να εξηγήσουν τι κάνει το κυπριακό κράτος σε σχέση με τα σχέδια αναβάθμισης πολυκατοικιών που είχαν ανεγερθεί συνεπεία της τουρκικής εισβολής, το 1977. Και έλεγαν ότι «σαν κράτος» κάνουμε αυτό, «σαν κράτος» κάνουμε το άλλο, εξηγώντας την πολιτική και τα σχέδια που δρομολόγησε η κυπριακή κυβέρνηση. «Σαν κράτος» και «όχι ως κράτος».
Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω, γίνεται κατανοητό ότι η Κύπρος εκλαμβάνεται από κάποιους αξιωματούχους, αλλά και από κάποιους δημοσίους λειτουργούς ότι προσομοιάζει με κράτος. Και άρα δεν είναι κανονικό κράτος. Αν και γραμματικά θα διαφωνήσω μαζί τους, πολιτικά ίσως να έχουν δίκαιο και να πρέπει τελικά όλοι να ευθυγραμμιστούμε και να υιοθετήσουμε το μότο «σαν Κύπρος» και «σαν κράτος». Διότι δεν νοείται αξιωματούχος κράτους που έχει επιφορτιστεί με την προώθηση του τουριστικού μας προϊόντος, του μόνου που μπορούμε ακόμη να διαθέσουμε, να παίζει με το κινητό του τηλέφωνο στη διάρκεια συνάντησης με τον διευθύνοντα σύμβουλο μεγάλου τουριστικού οργανισμού. Και να μην τον λαμβάνει υπόψη, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο διευθύνων σύμβουλος να εκνευριστεί και να αποχωρήσει από τη συνάντηση (Αλήθεια, Cyprus Mail). Ο λόγος για τον υφυπουργό Τουρισμού Κώστα Κουμή, ο οποίος θα έπρεπε να είχε κληθεί στο προεδρικό και να του ανακοινωθεί ότι παύεται από τα καθήκοντά του για να μπορεί να έχει ελεύθερο χρόνο και να παίζει όσο θέλει με το κινητό του ή με ό,τι άλλο θέλει.
Ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης δεν έπαυσε όμως τον υφυπουργό Τουρισμού, ούτε τον κάλεσε να υποβάλει την παραίτησή του, παρά το γεγονός, ότι ο ίδιος ο κ. Κουμής δεν είναι μόνο επιρρεπής στα κινητά τηλέφωνα, αλλά ήταν και αυτός που προσέλαβε μια 19χρονη στο υφυπουργείο Τουρισμού, μετά από σύσταση ενός «πολύ δικού του ανθρώπου», όπως είχε πει στο ΡΙΚ. Αν και δεν μας είπε ποιο ήταν αυτό το «πολύ δικό του πρόσωπο», το οποίο συνέστησε την πρόσληψη μιας 19χρονης, αυτό που δήλωσε «ξεκάθαρα» είναι ότι «δεν γνώριζα ότι (σ.σ. το εν λόγω πρόσωπο που προσλήφθηκε) ήταν στο επιτελείο του κ. Χριστοδουλίδη». Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι «είναι πολύ σημαντικό το κάθε πολιτικό πρόσωπο να έχει πέριξ του ανθρώπους που μπορεί να εμπιστευτεί». Με άλλα λόγια, ο κ. Κουμής, θεωρούσε ότι ένα πρόσωπο 19 ετών, χωρίς καμιά πείρα, θα μπορούσε να εισέλθει στον στενό πυρήνα των συνεργατών του, προτάσσοντας το ζήτημα της «εμπιστοσύνης», το οποίο αποτελεί προϋπόθεση βεβαίως για οποιοδήποτε πολιτικό πρόσωπο, προκειμένου να δέχεται συμβουλές συνεργατών του. Ποιες συμβουλές θα μπορούσε να του δώσει ένα πρόσωπο 19 ετών, χωρίς καμιά πείρα, μόνο ο κ. υφυπουργός θα μπορούσε να γνωρίζει. Εικάζω, πάντως, ότι οποιοσδήποτε 19χρονος, ακόμη και χωρίς πείρα, θα μπορούσε να συμβουλέψει τον κάθε υπουργό και υφυπουργό, ότι είναι τουλάχιστον άκομψο, να παίζει με το τηλέφωνό του εν ώρα συνάντησης με τον διευθύνοντα σύμβουλο ενός τουριστικού οργανισμού, στον οποίο το κυπριακό κράτος επενδύει για να μπορεί να ανακάμψει από τη συνεχιζόμενη πληθωριστική κρίση.
Και να συμβουλέψει και τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη, ότι οι ετερόφωτοι και κατά συνέπεια οι εύκολα αναλώσιμοι που μάζεψε γύρω του, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δικαιωματικά συνιστούν και υπηρετούν αυτό που κάποιοι ονομάζουν «σαν κράτος», «σαν Κύπρος» και «σαν κυβέρνηση». Και κάποιοι άλλοι, «σαν παιδική χαρά».