Του Παύλου Ξανθούλη
Όταν αναλάμβανε η νέα αμερικανική διοίκηση υπό τον Τζο Μπάιντεν, τον Ιανουάριο 2021, οι Βρυξέλλες και όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. αισθάνονταν ανακούφιση, καθώς προσέβλεπαν σε αποκατάσταση των σχέσεων της γηραιάς ηπείρου με τις ΗΠΑ. Οι οποίες είχαν περάσει από χίλια κύματα, επί Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μάλιστα έφτασε σε σημείο να απειλήσει με μετακίνηση της έδρας του ΝΑΤΟ από τη βελγική πρωτεύουσα, εάν οι Ευρωπαίοι εταίροι της Συμμαχίας δεν προχωρούσαν σε σημαντική αύξηση των κονδυλίων που διέθεταν για την άμυνα και την ασφάλεια. Και είναι γεγονός ότι η νέα αμερικανική διοίκηση καθησύχασε την Ε.Ε., κάνοντας και ανοίγματα προς τις Βρυξέλλες, στα οποία περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων, η επανένταξη των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα και στον ΠΟΥ. Θετική ήταν η εικόνα και στις πρώτες συζητήσεις που έγιναν σε επίπεδο των ΥΠΕΞ των 27 κρατών-μελών και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Δεν πέρασαν όμως παρά μόνο μερικοί μήνες και η διοίκηση Μπάιντεν χωρίς καν να ενημερώσει τους Ευρωπαίους «εταίρους», αποχώρησε ατάκτως από το Αφγανιστάν, αφήνοντας στους Ταλιμπάν τεράστια «στρατιωτική προίκα». Οι Ταλιμπάν που σύμφωνα με τις ίδιες τις ΗΠΑ εκκόλαπταν τρομοκράτες, «αξιοποιώντας» την παραγωγή και διακίνηση ναρκωτικών, είχαν πλέον στα χέρια τους 33 ελικόπτερα UH-60 BlackHawk, 33 Mi-17, 43 MD530, 23 αεροπλάνα Embraer EMB 314/A29 super Tucano, 28 Cessna 208, 10 Cessna AC-208, 4 C-130, δεκάδες χιλιάδες οχήματα μεταφοράς προσωπικού και εκατοντάδες τεθωρακισμένα, αντιαεροπορικά και μισό περίπου εκατομμύριο ατομικά πυροβόλα όπλα και πιστόλια, ως επίσης και διόπτρες νυχτερινής όρασης. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο, η Ε.Ε. ενέκρινε «νέο πλαίσιο για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», την οποία φρόντισαν όμως να προικίσουν οι ΗΠΑ, χωρίς κανένα ενδοιασμό.
Λίγους μήνες αργότερα, η διοίκηση Μπάιντεν δεν ενημέρωσε την Ε.Ε. ούτε για τη συμφωνία ασφαλείας, AUKUS, με τη Βρετανία και την Αυστραλία, με αφετηρία την κατασκευή οκτώ πυρηνοκίνητων υποβρυχίων. Γεγονός που προκάλεσε σοβαρές αναταράξεις στις μονίμως τεταμένες σχέσεις με την Κίνα, ενώ οδήγησε τον ΥΠΕΞ της Γαλλίας Ζαν-Ιβ Λε Ντριάν να κάνει λόγο για πισώπλατα μαχαιρώματα, που όπως είπε, θύμισαν την περίοδο Τραμπ.
Ενδιάμεσα έγιναν κι άλλα πριν φτάσουμε στα πλέον πρόσφατα, με επίκεντρο την αδράνεια που επέδειξαν οι ΗΠΑ στο ζήτημα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αν και η ευθύνη ανήκει στον εγκληματία πολέμου Βλαντιμίρ Πούτιν, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει ότι η Ουάσιγκτον δεν ενεργοποιήθηκε στον βαθμό που θα μπορούσε προκειμένου να φρενάρει τη ρωσική εισβολή, σε ευρωπαϊκό έδαφος. Ούτε βεβαίως μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός ότι συνεπεία της εισβολής, οι ΗΠΑ έχουν δρομολογήσει ένα οριστικό ξεκαθάρισμα στις σχέσεις με τη Ρωσία, συμπαρασύροντας και την Ε.Ε., (η οποία πιθανότατα να είχε ενεργήσει διαφορετικά και αποτρεπτικά, εάν στο τιμόνι της Γερμανίας βρισκόταν η Άγκελα Μέρκελ). Ως αποτέλεσμα, η Ε.Ε. αποφάσισε απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια χωρίς εναλλακτικό σχέδιο και οδηγείται σε εξάρτηση από τις ΗΠΑ. Παράλληλα, ο τζίρος της κούρσας των εξοπλισμών αυξάνεται, ενώ και το μέχρι πρότινος «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ έχει καταφέρει να καθυποτάξει τις όποιες φωνές περί «αυτόνομης» ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας, οδηγώντας στους κόλπους του ακόμη και τις «ουδέτερες» Φινλανδία και Σουηδία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την Κύπρο. Και είναι βεβαίως προφανές ποιος είναι ο κερδισμένος.
Το τελευταίο δε «κρούσμα», αυτό της επίσκεψης της προέδρου αμερικανικής Βουλής Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν, δημιουργεί την εντύπωση ότι η διοίκηση Μπάιντεν είναι εκτός τόπου και χρόνου. Αν και άλλο η Βουλή και άλλο η εκτελεστική εξουσία, θα ανέμενε κανείς ότι θα υπήρχε ένας συντονισμός στην Ουάσιγκτον. Και ότι στην όποια λήψη αποφάσεων θα συνυπολογιζόταν ότι το τελευταίο που χρειάζεται ο πλανήτης, εν μέσω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, είναι μια νέα ανάφλεξη. Και ότι επίσης θα είχε προσμετρηθεί ότι ο καθόλου δημοκρατικός ηγέτης της Κίνας, δρομολογεί τρίτη θητεία στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος και ότι αν μη τι άλλο, αυτή δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για τις ΗΠΑ να δοκιμάσουν τα αντανακλαστικά του.
Σε κάθε περίπτωση, η Ουάσιγκτον καταδεικνύει ότι δεν λαμβάνει υπόψη την Ε.Ε. (και τις ανησυχίες της), η οποία τόσο επί Τραμπ, όσο και επί Μπάιντεν, χρησιμοποιείται ως ο τελευταίος τροχός της άμαξας των ΗΠΑ. Ενίοτε, δυστυχώς, και με ευθύνη των Ευρωπαίων ηγετών.