

Του Παύλου Ξανθούλη
Η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής της 6ης Μαρτίου απέτυχε να λάβει ομόφωνη απόφαση στο ζήτημα της Ουκρανίας, ως αποτέλεσμα του βέτο του πρωθυπουργού της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν. Ωστόσο, το περιεχόμενο του προσχεδίου Συμπερασμάτων, αν και δεν συμφωνήθηκε σε επίπεδο 27 κρατών-μελών, αναπαράχθηκε και εκδόθηκε ως το σήμα κατατεθέν της Συνόδου Κορυφής για το Ουκρανικό, με εμφανή την πρόθεση δημιουργίας της εντύπωσης ότι αυτή είναι η ισχύουσα θέση της Ε.Ε. Αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με «αποστολέα» τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα και με τη σημείωση ότι «υποστηρίχθηκε σθεναρά από 26 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων». Δημιουργώντας ένα πλασματικό πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο η Ε.Ε. μπορεί να προχωρά και με σύνθεση 26 κρατών-μελών και παρά την άσκηση βέτο ενός κράτους-μέλους.
Η εικόνα λοιπόν που επιχειρείται να δημιουργηθεί, συνιστά εκ των πραγμάτων ένα ακόμη αρνητικό προηγούμενο στην προσπάθεια παράκαμψης του βέτο ενός κράτους-μέλους, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος μαζί του. Και ανεξαρτήτως των λόγων για τους οποίους ασκήθηκε εν προκειμένω από τον εθνικιστή ηγέτη της Ουγγαρίας, το δικαίωμα αρνησικυρίας. Αν και ασυζητητί ο κ. Όρμπαν το έχει παρακάνει με την άσκηση βέτο και εδώ και αρκετά χρόνια θεωρείτο δικαίως ως δορυφόρος της Μόσχας εντός της Ε.Ε., οι εξελίξεις γύρω από το ζήτημα του δικαιώματος αρνησικυρίας τείνουν να θυματοποιήσουν τα μικρά κράτη-μέλη. Τα οποία βρίσκονται ενώπιον μιας εμφανούς προσπάθειας ροκανίσματος του δικαιώματος βέτο, το οποίο αποτελεί τη μοναδική διέξοδο στην οποία θα μπορούσε να καταφύγει ένα μικρό κράτος-μέλος, περιλαμβανομένης και της Κυπριακής Δημοκρατίας, προκειμένου να διασφαλίσει ζωτικά συμφέροντα και κυριαρχικά του δικαιώματα.
Όπως μάλιστα ανέφερε στην «Κ» κοινοτική πηγή, η ανάρτηση του προσχεδίου στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ως ένα πολιτικό «σημείωμα» για την Ουκρανία, με τη σημείωση ότι «υποστηρίχθηκε σθεναρά από 26 κράτη-μέλη», στη Σύνοδο Κορυφής, δεν αποτελεί απλώς σαφή ένδειξη παράκαμψης του ουγγρικού βέτο. Αλλά, θεωρείται από κοινοτικούς επισήμους ως προπομπός της επαναφοράς της ιδέας για κατάργηση της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων στην Ε.Ε., και την υποκατάστασή της από ειδική πλειοψηφία, σε κάποιους τομείς, περιλαμβανομένης της εξωτερικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την ίδια πηγή, «το ζήτημα της κατάργησης της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων, αναμένεται να επανέλθει στο τραπέζι των κρατών-μελών, καθώς γίνεται κατανοητό ότι η ισχύουσα τάξη πραγμάτων δυσχεραίνει τη λήψη αποφάσεων στην Ε.Ε., σε ένα κρίσιμο σημείο που απαιτεί και ευελιξία και ταχύτητα» από την ενωμένη Ευρώπη.
Όλοι μαζί…
Σημειώνεται ότι ανάλογες αλχημείες για παράκαμψη του βέτο μιας χώρας είχαν εκδηλωθεί και τον Δεκέμβριο 2023. Και πάλι στην περίπτωση της Ουγγαρίας, όταν ο μονίμως ύποπτος πρωθυπουργός της χώρας, Βίκτορ Όρμπαν, αποχώρησε από την αίθουσα του Συμβουλίου, επιτρέποντας στις υπόλοιπες 26 χώρες της Ε.Ε. να δημιουργήσουν μια «τεχνητή ομοφωνία», στη δική του απουσία. Ως αποτέλεσμα, είχε καταστεί τότε δυνατή η λήψη απόφασης για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ουκρανίας από 26 κράτη-μέλη και όχι από το σύνολο των 27 χωρών της Ε.Ε., δεδομένης της σκόπιμης απουσίας του κ. Όρμπαν. Υπενθυμίζουμε ότι ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης είχε χαρακτηρίσει τότε δικαίως ως «κακό προηγούμενο» την κίνηση Όρμπαν, η οποία όπως είναι σε θέση να γνωρίζει η «Κ», υπαγορεύθηκε από το Βερολίνο και τον Καγκελάριο της Γερμανίας Όλαφ Σολτς, ο οποίος ενθάρρυνε τον κ. Όρμπαν να αποχωρήσει από την αίθουσα του Συμβουλίου, κάτι που βαπτίστηκε «εποικοδομητική αποχή».
Σημειώνεται ότι υπέρ της κατάργησης της ομοφωνίας στη λήψη αποφάσεων για θέματα εξωτερικής πολιτικής έχει τοποθετηθεί επανειλημμένα και η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, όπως βεβαίως και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος δηλώνει εδώ και πέντε τουλάχιστον χρόνια, από το 2020, ότι «το μέλλον στο Συμβούλιο δεν είναι η ομοφωνία, αλλά η πλειοψηφία».
Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι όλοι οι επικεφαλής των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. και η πλειοψηφία των πολιτικών ομάδων στην Ευρωβουλή, κινούνται στην ίδια ακριβώς γραμμή. Ομοίως και η νέα ύπατη εκπρόσωπος της Ε.Ε. Κάγια Κάλας, η οποία σε ανύποπτο χρόνο είχε τονίσει ότι «η λήψη αποφάσεων της Ε.Ε. στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας πρέπει να είναι ταχύτερη και αποτελεσματικότερη, μεταξύ άλλων, μέσω της χρήσης της εποικοδομητικής αποχής (σ.σ. αυτής δηλαδή που χρησιμοποίησε ο Όρμπαν τον Δεκέμβριο του 2023 και χαρακτήρισε κακό προηγούμενο ο Νίκος Χριστοδουλίδης), καθώς και της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία».
Η παράκαμψη του βέτο
Σημειώνεται ότι μέχρι πρότινος, σε ανάλογες περιπτώσεις αδυναμίας λήψης ομόφωνης απόφασης στην Ε.Ε., ο εκάστοτε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου «έπαιρνε πάνω του το ζήτημα», αναλαμβάνοντας την έκδοση μιας αποκλειστικά δικής του δήλωσης, η οποία απηχούσε τις απόψεις της πλειοψηφίας. Με βάση την ακολουθητέα πρακτική, αναμενόταν λοιπόν η έκδοση μιας δήλωσης του νέου προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα, διά της οποίας θα συνόψιζε τις θέσεις που ακούστηκαν στη Σύνοδο Κορυφής. Αν και είναι κοινώς παραδεκτό ότι η Σύνοδος απέφυγε να αποφασίσει για την Ουκρανία, ως αποτέλεσμα του ουγγρικού βέτο, είναι προφανές ότι ο τρόπος διαχείρισης του ζητήματος δημιουργεί την εντύπωση ότι υπάρχει, αν μη τι άλλο, μια «καθοδηγητική κοινή γραμμή στην Ε.Ε.», η οποία αντανακλάται από την απόλυτη αναπαραγωγή ενός προσχεδίου Συμπερασμάτων που απέτυχε να εγκριθεί ομόφωνα από τους «27», με τη σημείωση ότι «υποστηρίχθηκε σθεναρά από 26 αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων». «Αν κάποιος θεωρεί ότι αυτό που έγινε στην πρόσφατη έκτακτη Σύνοδο Κορυφής ήταν μεμονωμένο και δεν θα έχει συνέχεια, πλανάται», ανέφερε στην «Κ» Ευρωπαίος επίσημος.
Άλλωστε, προτάσεις για κατάργηση της λήψης αποφάσεων με ομοφωνία και υποκατάστασή της με ειδική «πλειοψηφία», έχει ήδη υποβάλει κοινή ομάδα τεχνοκρατών από τη Γερμανία και τη Γαλλία, υπό την καθοδήγηση του Βερολίνου και του Παρισιού. Οι εν λόγω προτάσεις παρουσιάστηκαν με κάθε επισημότητα στις Βρυξέλλες, ενώ ο τέως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, είχε οργανώσει κατά παραγγελία της Γερμανίας και της Γαλλίας, τέσσερις «μίνι συνόδους», στο Βερολίνο, το Παρίσι, την Κοπεγχάγη και το Ζάγκρεμπ, στοχεύοντας στον πειθαναγκασμό των μικρών και μεσαίων κρατών-μελών να απεμπολήσουν το δικαίωμα άσκησης βέτο. Κάτι που έχει τεθεί επιτακτικά και ως προϋπόθεση για μια νέα διεύρυνση της Ε.Ε., το 2030.