Του Παύλου Ξανθούλη
Οι πολίτες με την ψήφο τους εξέλεξαν τον περασμένο Φεβρουάριο τον Νίκο Χριστοδουλίδη πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και προφανώς τον εξέλεξαν προσδοκώντας, μεταξύ άλλων, ότι θα ήταν σε θέση να παρουσιάσει ένα αξιόλογο κυβερνητικό σχήμα, το οποίο να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου κράτους. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει κάνει τις επιλογές του, οι οποίες εκ του αποτελέσματος «μπάζουν», σε αρκετά υπουργεία/υφυπουργεία. Ο Χατζηγιάννης παραιτήθηκε από το υφυπουργείο Πολιτισμού –και καλά έκανε– επιδεικνύοντας αξιοπρεπή στάση, αλλά αρκετοί άλλοι έχουν μείνει κολλημένοι στις καρέκλες τους, παρά το γεγονός ότι δεν τις γεμίζουν.
Με βάση τα όσα διαδραματίσθηκαν στη Χλώρακα και στη Λεμεσό, τις τελευταίες μέρες, η Άννα Κουκκίδη-Προκοπίου θα έπρεπε να είχε ήδη παραιτηθεί. Αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη και για την ανικανότητα της κυπριακής Αστυνομίας να ενεργήσει προληπτικά, ή έστω να αναχαιτίσει όσα διαδραματίσθηκαν, τα οποία έκαναν τον γύρο του κόσμου. Σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αξιοποιούνται πλέον από την προπαγάνδα της Άγκυρας και του ψευδοκράτους.
Παρελθόν έπρεπε να ήταν και η υπουργός Υγείας Πόπη Κανάρη, η οποία θεώρησε ότι μπορούσε να πάρει τον νόμο στα χέρια της και να υποκαταστήσει την Αστυνομία, την Εισαγγελία, τον γενικό ελεγκτή και ενδεχομένως και άλλους και να προβεί η ίδια σε έρευνα για τη γνησιότητα των πτυχίων της γενικής της διευθύντριας. Αν και το ζήτημα των πτυχίων θα έπρεπε να έχει διαλευκανθεί, η άνεση που αισθάνθηκε μια υπουργός, θεωρώντας ότι μπορεί να υπερβαίνει συνταγματικές διατάξεις, περιλαμβανομένης και της διάκρισης των εξουσιών, ελέγχοντας, αποφασίζοντας και καταδικάζοντας οποιονδήποτε, είναι πολύ πιο τρομακτική για ένα κράτος από την όποια αμφισβήτηση της γνησιότητας πτυχίων.
Υπάρχουν πολλά άλλα, όπως το παράδειγμα του υφυπουργού Καινοτομίας Φίλιππου Χατζηζαχαρία, που δεν έχει καμιά σχέση με το χαρτοφυλάκιο που του ανατέθηκε. Ή του υφυπουργού Τουρισμού Κώστα Κουμή που είχε προσλάβει ως συνεργάτιδά του μια 19χρονη φοιτήτρια, με δράση στην προεκλογική εκστρατεία Χριστοδουλίδη. Την πρόσληψη είχε επικρίνει ως πρόδηλα καταχρηστική και παράνομη η Ελεγκτική Υπηρεσία.
Στο υπουργείο Γεωργίας, ο Πέτρος Ξενοφώντος είναι ανύπαρκτος στα ζητήματα ευημερίας των ζώων, καθώς εδώ και έξι μήνες δεν έχει κάνει το παραμικρό που να δημιουργεί έστω την εντύπωση ότι αυτή η κυβέρνηση προσπαθεί να εκπονήσει ένα αποτελεσματικό σχέδιο για τα αδέσποτα σκυλιά και γατιά. Αντίθετα, οι πρόνοιες περί ευθανασίας αδέσποτων σκύλων ως επίσης και η εξίσου απάνθρωπη προσέγγιση για θεσμοθέτηση της τοποθέτησης σκύλων σε κλουβιά, για όλη τους τη ζωή, είναι τουλάχιστον ενδεικτικές του «οράματος» της κυβέρνησης Χριστοδουλίδη. Ένα «όραμα» που αποτελεί τον μεγαλύτερο εφιάλτη φιλοζωικών οργανώσεων και όσων από μας θεωρούμε τους εαυτούς μας φιλόζωους.
Η ευθύνη για τις πολιτικές συμπεριφορές υπουργών δεν μπορεί όμως να εξαντλείται στα πρόσωπα των υπουργών της κυβέρνησης. Άλλωστε, τον πήχη των προσδοκώμενων πολιτικών επιδόσεων των υπουργών, τον τοποθετεί ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, στον οποίο ανήκει το κυβερνητικό πρόγραμμα και έχει και το συνταγματικό προνόμιο να το ελέγχει. Κι αν ο κ. Χριστοδουλίδης θεωρεί ότι με βάση τα όσα είδαμε στη Λεμεσό και στη Χλώρακα, ο πήχης στο υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης βρίσκεται στο επιθυμητό για τον ίδιο ύψος, τότε τα λόγια είναι περιττά. Και οι έννοιες χάνουν το νόημά τους. Περιλαμβανομένης και της έννοιας της «ντροπής», την οποία απέδωσε ο ίδιος ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης, μιλώντας για τα γεγονότα της Λεμεσού και της Χλώρακας.
Η έννοια λοιπόν της «ντροπής», που επιστράτευσε ο κ. Χριστοδουλίδης, μπορεί μεν να παραπέμπει στους χειρισμούς που έγιναν από την αρμόδια υπουργό, αλλά επιστρέφει στο πρόσωπο αυτού που την επέλεξε. Πόσω μάλλον όταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας δείχνει αναβλητικότητα ή/και αδυναμία να λάβει αποφάσεις και να ζητήσει την παραίτηση όσων ευθύνονται για γεγονότα που εκθέτουν την υπόσταση του κράτους, την οποία έχει υποχρέωση να διαφυλάττει.
Κατά συνέπεια, η έννοια της «ντροπής» που εκστόμισε ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης αφορά κατ’ εξοχήν τον ίδιο και λιγότερο τους όποιους υπουργούς επέλεξε στο κυβερνητικό του σχήμα. Άλλωστε, η όποια προσπάθεια μετάθεσης ευθυνών αποκλειστικά σε υπουργούς δεν απαλλάσσει τον ίδιο τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι ο «ιδιοκτήτης» του υπουργικού σχήματος που μας παρουσίασε και κατά συνέπεια και της όποιας έννοιας «ντροπής», το Υπουργικό του Συμβούλιο, ενδεχομένως εκπέμπει. Και εμφανώς εκπέμπει.