Του Γιώργου Κακούρη
Την περασμένη εβδομάδα (και πολλές φορές στο παρελθόν) έγραφα πως στην Κύπρο, χωρίς να το θέλουμε, τα ΜΜΕ δημιουργούμε μια στρεβλή εικόνα της Τουρκίας στην οποία ο Ερντογάν φαντάζει απόλυτος κυρίαρχος, σε τέτοιο βαθμό που καταλήγουμε να ασκούμε προπαγάνδα εκ μέρους του.
Από σύμπτωση, την Τρίτη πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες διαδικτυακή συζήτηση με αντικείμενο τις θέσεις των τριών κύριων κομμάτων της αντιπολίτευσης στην Τουρκία: του γνωστού κάποτε ως «κεμαλικού» αλλά πλέον εν μέρει σοσιαλδημοκρατικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, του δεξιού/εθνικιστικού - συντηρητικού Καλού Κόμματος (iYi) της Μεράλ Ακσενέρ και του κεντροδεξιού Κόμματος της Δημοκρατίας και της Προόδου (DEVA) του πρώην υπουργού Οικονομικών Αλί Μπαμπατζάν.
Ένας εκπρόσωπος από κάθε κόμμα απάντησε τις ερωτήσεις του κοινού στις Βρυξέλλες για τις προτεραιότητες και τις θέσεις τους. Κι ενώ οι απαντήσεις ήταν ενδεικτικές και περιείχαν αρκετές πληροφορίες, εξίσου σημαντικές ήταν και οι ερωτήσεις που έθεσαν όσοι δραστηριοποιούνται στην έδρα των θεσμών της ΕΕ όσον αφορά τις προτεραιότητες στις Βρυξέλλες (ως χώρου με ξεχωριστό πολιτικό προσωπικό από αυτό των πρωτευουσών που έχουν τις δικές τους προτεραιότητες, συμφέροντα και ανησυχίες).
Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτήσεων, αλλά και οι τοποθετήσεις των εκπροσώπων των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, αφορούσαν τις σχέσεις ΕΕ - Τουρκίας, το ποια είναι η πρότασή τους για να ξεπεραστεί η σημερινή δύσκολη οικονομική κατάσταση της χώρας, το μέλλον του κράτους δικαίου και το κατά πόσον μπορεί να αντιστραφεί η διολίσθηση της χώρας στον αυταρχισμό και τη δικτατορία.
Πίσω από τις ερωτήσεις κρυβόταν η βαθύτερη ανησυχία για κατά πόσο μπορεί να υπάρξει πραγματική ευρωτουρκική επαναπροσέγγιση την επόμενη της περιόδου Ερντογάν. Και αυτό το γνώριζαν οι τρεις εκπρόσωποι, των οποίων οι παρεμβάσεις κινήθηκαν σε δύο άξονες: πρώτον, στο ότι για την οικονομική και πολιτική αστάθεια ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η στροφή στο συγκεντρωτικό προεδρικό σύστημα και δεύτερον στο ότι αν η Ευρώπη θέλει να δει την Τουρκία να απομακρύνεται από τον γκρεμό της δικτατορίας θα πρέπει να αφήσει το ίδιο το τουρκικό πολιτικό σύστημα να σώσει τον εαυτό του, χωρίς παρεμβάσεις οι οποίες θα ενίσχυαν τη ρητορική του Ερντογάν στο εσωτερικό.
Η Τουρκία δεν είναι Ρωσία, είπε σε κάποια στιγμή ένας από τους εκπροσώπους, εννοώντας πως ακόμα ο Ερντογάν δεν έχει καταφέρει να ποδηγετήσει πλήρως την εκλογική διαδικασία, με έναν ακόμα εκπρόσωπο να προσθέτει πως για αυτό άλλωστε χρειάστηκε να επαναλάβει τις πρόσφατες εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης χωρίς να καταφέρει και πάλι να εξασφαλίσει την νίκη για το AKP.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης τονίστηκε ακόμα πως οι προσπάθειες Ερντογάν να δημιουργήσει την εντύπωση πως βελτιώνει τις σχέσεις του με διεθνείς παίκτες δεν αποτελεί στροφή στην εξωτερική του πολιτική, αλλά τακτικισμό για να πετύχει συγκεκριμένα αποτελέσματα απέναντι σε συγκεκριμένες χώρες.
Και το Κυπριακό; Αυτό συζητήθηκε λίγο μόνο προς το τέλος της συζήτησης, με τον εκπρόσωπο του Iyi να τοποθετείται γενικά με τη στερεότυπη απάντηση πως «χρειάζονται δύο για ένα ταγκό» αλλά τους άλλους δύο να παραπέμπουν λίγο πολύ στην παραδοχή πως η συζήτηση μπορεί να προχωρήσει στη βάση των παραμέτρων των Ηνωμένων Εθνών. Ο εκπρόσωπος του CHP μάλιστα πήγε ένα βήμα παρακάτω και αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο οι βουλευτικές εκλογές στα κατεχόμενα να δώσουν ένα διαφορετικό μήνυμα για τη στάση των Τουρκοκυπρίων σε σχέση με το Κυπριακό και την ομοσπονδία. Και υπέδειξε πως εφόσον η Τουρκία θεωρεί τους Τουρκοκύπριους ανεξάρτητο κράτος, θα πρέπει και να αποφύγει τις παρεμβάσεις στα εσωτερικά τους.
Το σημαντικό εδώ είναι να δούμε το τι ειπώθηκε όχι τόσο ως «προγραμματικές δηλώσεις» των κομμάτων της αντιπολίτευσης (αν και οι αναφορές τους είχαν και αυτόν τον χαρακτήρα) αλλά ως μηνύματα που η τουρκική αντιπολίτευση θέλει να στείλει στις Βρυξέλλες.
Είτε οι προθέσεις είναι ειλικρινείς είτε όχι, αποτελούν preview της πολιτικής ρητορικής που η σημερινή αντιπολίτευση θα υιοθετήσει όταν με το καλό ο Ερντογάν αποχωρήσει από το πολιτικό προσκήνιο.
Οι τοποθετήσεις αυτές περιέχουν στοιχεία βοηθητικά για τους κυπριακούς στόχους (εφόσον θεωρούμε πως ο κυπριακός στόχος είναι η πλήρης ανεξαρτησία του επανενωμένου δικοινοτικού Ευρωπαϊκού κράτους).
Από τη μια, μας δίνουν ενδείξεις για τα ουσιαστικά σημεία αντιπαράθεσης και συνεργασίας με την Τουρκία. Από την άλλη, μας παρέχουν την ευκαιρία να προετοιμαστούμε προκαταβολικά για τη ρητορική μιας μετά-Ερντογανικής Τουρκίας, όταν οι Βρυξέλλες και οι πρωτεύουσες που επιζητούν μια καλή σχέση με τη χώρα (και οι οποίες δεν αποκλείεται να αυξηθούν) θα στραφούν προς την Λευκωσία αναμένοντας συγκεκριμένα βήματα και ανταπόκριση.
Γιατί ο αντίποδας του επιχειρήματος «μα με αυτόν τον Ερντογάν θα κάνουμε λύση;» είναι «με αυτόν που θα τον διαδεχθεί τι κάνουμε;»
Είναι έτοιμοι κυβέρνηση και επίσημοι και ανεπίσημοι προεδρικοί υποψήφιοι να απαντήσουν αυτό το ερώτημα σε επίπεδο εξωτερικής και διαπραγματευτικής πολιτικής, πέρα από την διαχείριση του ψυχοδράματος των τραυμάτων του 1974 και πέρα από τους ευσεβοποθισμούς;
Ή πάλι θα εκπλαγούμε και θα τρέχουμε πίσω από κλειστές πόρτες να ακυρώσουμε τις όποιες ευκαιρίες ενηλικίωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας αν αυτές προϋποθέτουν πως το πολιτικό προσωπικό θα πρέπει να δουλέψει επιτέλους περισσότερο για το Κυπριακό;
* Η πλήρης βιντεοσκόπηση της συζήτησης στο European Policy Centre με τίτλο «Developments & challenges for Turkey in 2022: Views from the opposition parties» βρίσκεται στο https://youtu.be/m7THnplhyDo και σε αυτή συμμετέχουν ο πρώην πρέσνης Αχμέτ Ουνάλ Τσεβικόζ (CHP), ο σύμβουλος του γ.γ. του Iyi, Σελίμ Σαζάκ και η επικεφαλής διεθνών σχέσεων του DEVA, Γιασεμίν Μπιλγκάλ.