Του Γιώργου Κακούρη
Οι Κύπριοι είμαστε ένας λαός εθισμένος στα μνημόσυνα και στην ανάμνηση όσων έγιναν εις βάρος μας, στο κλάμα και στον ρόλο του θύματος. Ίσως δεν αναμένουμε κάτι καλύτερο από το μέλλον. Ψάχνουμε υπερβατικά σχήματα, είτε Θεό είτε έθνος και αίμα του λαού, και εναποθέτουμε τις ελπίδες για αλλαγή πάνω τους. Ο Θεός, ως ο από μηχανής, θα κάνει αυτό που ζητάμε χωρίς τη δική μας συνεισφορά, και το αίμα του λαού είναι πάντα το αίμα των άλλων, των προγόνων, των ηρώων ή των μαρτύρων, το οποίο μας κληροδοτεί δικαιώματα ανεξάρτητα.
Ο εθισμός ισχύει και για τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, και δεν είναι προνόμιο καμιάς από τις δύο πλευρές. Αντικατοπτρίζει παρόμοια συμπλέγματα στην Ελλάδα και την Τουρκία, όμως ακόμα και αυτές οι δύο χώρες βρίσκουν κάποτε τα περιθώρια να εξελιχθούν, αναπτύσσοντας μια εικόνα για το ποιες είναι και τι θέλουν, κάνοντας βήματα με πολλά πισωγυρίσματα προς την ωριμότητα. Για ακόμα ένα καλοκαίρι οι δύο κοινότητες, ή έστω οι τάξεις που άρχουν μαζί με τους λίγους που ενδιαφέρονται ακόμα για το Κυπριακό, έστησαν εκδηλώσεις, μνημόσυνα, και έκαναν την καλοκαιρινή περιοδεία από τα μνημόσυνα για τα θύματα της μαζικής δολοφονίας της Άσιας, σε εκδηλώσεις για τα θύματα της μαζικής δολοφονίας της Μαράθας, του Σανταλάρη και της Αλόας, σε εκδηλώσεις για την Τυλληρία, τα Κόκκινα και το Βαρώσι.
Επαναλαμβάνονται κουραστικά, για όλο και πιο λίγους ανθρώπους. Χωρίς αντίληψη για το πώς οι δεκαετίες που οδήγησαν στην ανεξαρτησία μας έφεραν σε έναν κυπριακό εμφύλιο που δεν ξεκίνησε το 1974 ως ο «αδελφοκτόνος σπαραγμός μεταξύ Ελλήνων της Κύπρου», αλλά προηγήθηκε ως ο πόλεμος Κυπρίων εναντίον Κυπρίων, μεταξύ και εντός των κοινοτήτων, από το 1963 μέχρι το 1974.
Την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα που οι ηγέτες τους έκαναν κηρύγματα πάνω από τάφους για το ποια θα πρέπει να είναι τα συναισθήματα των υπηκόων τους, οι άνθρωποι συνέχισαν να περνούν τα οδοφράγματα για τον οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο δεν οφείλουν εξηγήσεις σε κανέναν. Από τις διακοπές στα ψώνια, από τους φίλους στη βενζίνη, από την επίσκεψη στα παλιά μέρη άλλων γενιών σε εξερεύνηση της χώρας που δεν γνώρισαν. Το 2020 τα οδοφράγματα έκλεισαν, άτσαλα και με προφάσεις και χωρίς συντονισμό, ο οποίος ήταν τόσο εύκολο να υπάρξει όπως αποδείχθηκε όταν τελικά υπήρξε. Λίγοι διαμαρτυρήθηκαν γιατί οι τάξεις που άρχουν μας δίδαξαν να λέμε πως περιμένουμε καλύτερες μέρες, αλλά να μην το πιστεύουμε
Όταν άνοιξαν ξανά, ίσως επειδή οι λίγοι δεν άφησαν τους πολλούς να ξεχάσουν, ίσως επειδή η αίσθηση του ενιαίου χώρου καθιερώθηκε εδώ και σχεδόν 20 χρόνια και δεν αλλάζει τόσο εύκολα, ο κόσμος έκανε αυτό που ήταν το πιο φυσικό. Συνέχισε να ζει και στις δύο πλευρές της χώρας, χωρίς να περιμένει από τους ομιλητές των μνημοσύνων έγκριση και άδεια. Και η πολιτική τάξη δεν έχει απολύτως τίποτα να πει για την πραγματικότητα στην οποία ζει ο κόσμος. Από τη μια πλευρά τάζει συνέχιση της διαδικασίας από εκεί που έμεινε στο Κραν Μοντανά, ή από κάπου εκεί τέλος πάντων μουρμουρίζοντας αστερίσκους και προϋποθέσεις. Από την άλλη πλευρά τάζει ένα άσχημο μέλλον, ένα τουρκικό Λας Βέγκας από το καλάθι των προσφορών του ενός ευρώ.
Τα μνημόσυνα γίνονται για τους ζωντανούς, και όχι για τους πεθαμένους. Κάθε χρόνο, το έχουμε νιώσει όλοι, αφορούν όλο και λιγότερους φίλους και συγγενείς. Από προσπάθεια να βάλουμε σε ένα υπερφυσικό πλαίσιο την ιδέα της απώλειας, ενός ανθρώπου, μιας εποχής, σταδιακά μετατρέπονται σε ασκήσεις ανάμνησης. Και μετά η ανάμνηση γίνεται εσωτερική, χωρίς ανάγκη εξωτερικής επιβεβαίωσης. Γίνεται αποδεκτή ως κάτι που έγινε, μας δίδαξε, άφησε μνήμες καλές ή κακές, ως άνθρωπος ή ως εποχή. Οι επαγγελματίες πάροχοι μνημοσύνων δεν μπορούν να βιοπορίζονται πάνω στην ανάγκη μας αυτή για πάντα - κάποια στιγμή η πελατεία μαθαίνει από μόνη της πώς να διαχειρίζεται τη θνητή της φύση, το συλλογικό της τραύμα, την πάροδο του χρόνου.
Αυτό δεν θέλουν οι πολιτικοί των μνημοσύνων. Να μη μείνουν μόνοι τους πάνω από τους τάφους αναζητώντας ρόλο.