Του Γιάννη Ιωάννου
Την προσεχή Παρασκευή, 22 του μηνός, ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης θα συναντηθεί στη Νέα Υόρκη με τον γενικό γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες. Η συνάντηση είναι κρίσιμη –και ασχέτως μιας συνάντησης με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερσίν Τατάρ– γιατί ο κ. Χριστοδουλίδης δεν πρέπει μόνο να πείσει τον γ.γ. περί κινητικότητας στο Κυπριακό αλλά και να καταστεί αποτελεσματικός, δρομολογώντας ουσιαστικά τον διορισμό ενός ειδικού απεσταλμένου εκ μέρους των Η.Ε. –εξέλιξη που εξαρχής μέσα από αυτή την στήλη αναφέραμε ως τη σημαντικότερη για να υπάρξει κάποια πρόοδος στο Κυπριακό και στην προοπτική της επανέναρξης των συνομιλιών.
Ο κ. Γκουτέρες δεν γνωρίζει μόνο καλά το Κυπριακό, τους δύο ηγέτες, τον παράγοντα Τουρκία αλλά και το πλέγμα στασιμότητας (αλλά και τετελεσμένων) που συνέβησαν μετά το Κραν Μοντανά το 2017. Τόσο ως έμπειρος διπλωμάτης όσο και σε σχέση με το πώς κινείται ο Οργανισμός –σε αυτό το επίπεδο– θα σταθμίσει τόσο την προοπτική επανέναρξης του διαλόγου όσο και το πιο πρόσωπο θα μπορούσε –ως προσωπικός πλέον απεσταλμένος του, πέραν του θεσμικού καπέλου του «ειδικού»– να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα προκειμένου να υπάρξει κινητικότητα προς την προοπτική επανέναρξης του διαλόγου. Κι εκτός απροόπτου, θα το πράξει με σύμφωνη γνώμη όλων των εμπλεκόμενων μερών στο Κυπριακό –όπως ακριβώς συνέβη τόσες πολλές φορές στο παρελθόν.
Παρά τις εμμονές της Τουρκίας και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Τατάρ για δύο κράτη, ο διορισμός ενός ειδικού απεσταλμένου στο Κυπριακό δεν πρέπει ούτε να υποτιμηθεί ως προς τις προσπάθειες που ο ίδιος θα καταβάλλει να γεφυρώσει το χάσμα των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων αφετηριακών θέσεων (κυριαρχική ισότητα Vs επανεκκίνηση του διαλόγου από εκεί που σταμάτησε το 2017) Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αλλά ούτε και να υπερτιμηθεί –δεδομένου ότι τόσο εμείς όσο και οι άλλοι γνωρίζουμε το παιχνίδι των τακτικισμών και της διαδικασίας για χάριν της διαδικασίας– κάθε φορά που το Κυπριακό αποκτά ενεργητικότητα.
Επιπλέον, ο ειδικός απεσταλμένος πρέπει να πείσει ότι ο τετραγωνισμός του κύκλου –όπως χαρακτήρισε ο ίδιος ο γ.γ. του ΟΗΕ–, τη διαδικασία μετά το 2017, προϋποθέτει τόσο μια προοπτική για το πού κινούμαστε όσο και την αντίληψη –ιδίως για την ελληνοκυπριακή πλευρά– ότι η επανεκκίνηση των συνομιλιών, αυτή τη φορά, αποτελεί μια ξεχωριστή διαπραγματευτική διαδικασία που δεν θυμίζει το 2015 ή το 2016. Πρέπει πρώτα να διαπραγματευτούμε και να συμφωνήσουμε ότι υπάρχουν, ξανά, συνομιλίες, και μετά, ακόμη δυσκολότερα, να σχεδιάσουμε αφού κατανοήσουμε τι θα κληθούμε να συζητήσουμε. Κι εδώ καραδοκεί η προσέγγιση της Άγκυρας να εντάξει –κανονικά– την προοπτική λύσης δύο κρατών ως προϋπόθεσης για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, αν η διαδικασία αυτή τη φορά αποτύχει. Το έπραξε, εξάλλου, de facto διά τετελεσμένων σε Βαρώσι και ΑΟΖ αλλά και σε επίπεδο ρητορικής και κινήσεων αναβάθμισης των σχέσεών της με την «ΤΔΒΚ» την περίοδο 2017-2023 και τώρα, διαγράφεται ξεκάθαρα, πως θα το επιδιώξει και de jure μέσα από τις εξελίξεις στο Κυπριακό.
Απέναντι σε μια τέτοια προοπτική, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να σταθεί σοβαρότερα από τη saga της ευρωπαϊκής διαμεσολάβησης στο Κυπριακό στην οποία πόνταρε τόσο πολύ επικοινωνιακά αλλά κανείς σχεδόν δεν μιλάει γι’ αυτή σήμερα. Πρέπει να αναγνώσει το τερέν, να προετοιμαστεί σε επίπεδο διπλωματικής και διαπραγματευτικής τακτικής και να προσέλθει, αν κι εφόσον υπάρξει, στο νέο παίγνιο που ξεδιπλώνεται μπροστά τις τόσο έτοιμη όσο και με εναλλακτικές –αν υφίστανται. Το blame-game εναντίον της Τουρκίας δεν θα περπατήσει αυτή τη φορά, αν αυτός είναι ο στρατηγικός στόχος με όρους τακτικισμών.
Το ραντεβού της Παρασκευής είναι κρίσιμο. Πιο κρίσιμο από όσο κάποιοι νομίζουν.
Twitter: @JohnPikpas