Του Γιάννη Ιωάννου
Ο Λεξ (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αλέξη Λαναρά) από τη Θεσσαλονίκη δημιούργησε ένα τεράστιο θόρυβο γύρω από την κυκλοφορία του τέταρτου προσωπικού του δίσκου, «Γ.Κ.Τ.» (αναγραμματισμός του ντεμπούτου του, προ δεκαετίας, «Τ.Γ.Κ.», που σημαίνει «Τέχνη για Κολλημένους» και, που αισίως, μετατράπηκε «Για την Κουλτούρα»). Κι όχι άδικα δεδομένου ότι ο εκπρόσωπος της hip-hop μουσικής, περί ράπερ πρόκειται, τα τελευταία χρόνια δημιούργησε μια τεράστια επιτυχία, εκτός mainstream ήχου, που γιγαντώθηκε όταν προ διετίας γέμισε ολόκληρα στάδια (το «Καυτατζόγλειο» στη Βόρεια Ελλάδα και το γήπεδο του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη) δημιουργώντας σε ΜΚΔ και παραδοσιακά ΜΜΕ μια ολόκληρη συζήτηση για το είδος της μουσικής που εκπροσωπεί, του πού κινείται η νεολαία στην Ελλάδα καθώς και το ιδεολογικό συγκείμενο των στίχων του.
Ο δίσκος του Λεξ είναι καλός. Πολύ καλός, για την ακρίβεια, για έναν καλλιτέχνη που το 2014 και το 2018 (η δεύτερη κυκλοφορία του «2ΧΧΧ») παρέδωσε δύο κλασικούς δίσκους δίπλα από το είδος «ελληνόφωνο hip hop», συνεργάστηκε με τον πολυβραβευμένο (Κύπριο στην καταγωγή) Γιάννη Οικονομίδη και εμφανίστηκε στην τελευταία δισκογραφική δουλειά της Χάρις Αλεξίου. Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που εμφανίστηκε στο θεατράκι, στα Λύμπια, πόσο πολύ τον αγαπάει και η κυπριακή νεολαία, κάθε ηλικίας.
Δεν θα μιλήσω ούτε για το, μουσικό είδος, hip hop, στην Κύπρο ανέκαθεν μια μικρογραφία του ελληνικού, με αξιόλογους ωστόσο εκπρόσωπους, ούτε θα αναλύσω, κομμάτι προς κομμάτι τη νέα δισκογραφική δουλειά του Λεξ. Εξάλλου η δισκοκριτική, η αισθητική δηλαδή αποτίμηση ενός μουσικού έργου, είναι κάτι που έχω αφήσει εδώ και πολλά χρόνια –ξεκινώντας την καριέρα μου ως «γραφιάς» από τον περιοδικό, μουσικό, Τύπο και τα μουσικά σάιτς στην Ελλάδα– για μια ολόκληρη δεκαετία. Θα μιλήσω όμως, μιας και τίθεται ένα ζήτημα «περί κουλτούρας» στο νέο δίσκο του Λεξ για την κουλτούρα του hip-hop, το οποίο ακολουθώ από τα προεφηβικά μου χρόνια, τρεις δεκαετίες τώρα.
Ο Λεξ είναι ο ορισμός της ελληνικής hip-hop κουλτούρας. Με πολιτιστικούς όρους. Πέτυχε όχι μόνο ως καλλιτέχνης αλλά και ως κοινωνός της κουλτούρας αυτής, ως «hip-hop head», όπως ορίζουμε. Για τους όμοιους του, σαν εμένα, αυτό δεν είναι μόνο μια δικαίωση για το είδος αλλά και μια δικαίωση, για τη γενιά μας.
Κι ενώ η επιτυχία τον κάνει να αναζητεί πολιτιστικές αναφορές της ηλικίας του (σαραντάρισε) όπως το πρόμο του νέου του δίσκου σε σκηνοθεσία Βούλγαρη (The Boy) με τις γνωστές κούκλες της οικογένειας Σοφιανού που είδε η γενιά μας στη «Φρουτοπία» και στου «Κουτιού τα Παραμύθια», να παίζει καλλιτεχνικά με τη νοσταλγία και την coming-of-age ευαισθησία στην τελική κάνει ταμείο με τη συνέπεια του. Και τιμά το είδος που τον έκανε αυτό που είναι πλέον. Ένας βραχύσωμος μεν… αλλά γίγαντας, στο είδος του και στην ελληνική μουσική, για να παραφράσουμε και μια παλιά κριτική της «Καθημερινής» αλλά και τον ίδιο του τον στίχο.
Τον Λεξ τον διεκδικούν πολλοί. Ιδεολογικά και ταξικά. Από σκοπιάς άσκησης κριτικής, επίσης, όταν το πώς τον έχει πλασμένο ο καθένας στο μυαλό του καταρρίπτεται δι-υποκειμενικά από τις δουλειές του. Ή από προσεγγίσεις που μηδενίζουν το έργο του ή τον αποθεώνουν από «viral επισκεψιμότητα». Αυτό συμβαίνει με όλους τους μεγάλους. Υπό αυτό το πρίσμα, ο Λεξ είναι και «ντιλανικός» με τον δικό του τρόπο. Κυριότερα όμως στην τέταρτη δισκογραφική του δουλειά το έκανε όντως «για την κουλτούρα», ωριμάζοντας, αποκτώντας, χωρίς καμιά επιστροφή, το δικό του ερμηνευτικό ύφος και κυριότερα με πολύ μεγάλη αξιοπρέπεια.
Twitter: @JohnPikpas