
Του Γιάννη Ιωάννου
Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959), που φέτος συμπληρώνει 70 χρόνια, υπήρξε κορυφαία στιγμή της σύγχρονης κυπριακής Ιστορίας και το γεγονός που σφράγισε τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, από την εγκαθίδρυσή της, που υπήρξε και το κορυφαίο αποτέλεσμα που παρήγαγε, μέχρι και τα γεγονότα του 1974.
Στην Κύπρο ο ιστορικός αναστοχασμός επί της περιόδου αυτής της δεκαετίας του 1950 υπήρξε ανέκαθεν σημείο πόλωσης, ως εθνικός εορτασμός διαχρονικά ευκαιρία για τα κόμματα του πολιτικού συστήματος να χτίσουν επί τούτου ή να τον απορρίψουν συλλήβδην και –φυσικά– σε επίπεδο ιστορικής διερεύνησης ένα πεδίο στο οποίο η σοβαρή επιστημονικότητα προέκυψε μετά τη δεκαετία του ’90. Τον αγώνα της ΕΟΚΑ τον έκαναν και ηγήθηκαν αυτού άνθρωποι. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα επιμέρους πεδία δράσης της ΕΟΚΑ σε πολιτικό, στρατιωτικό και κοινωνιολογικό επίπεδο. Επιπλέον, ο αγώνας της ΕΟΚΑ παρήγαγε ήρωες αλλά είχε και τραγικές φιγούρες, αμφιλεγόμενες στιγμές, σοβαρά λάθη και παραλείψεις. Επιπλέον, ήταν η δεξαμενή της πρώτης φουρνιάς προσώπων που ασχολήθηκαν με τον δημόσιο, πολιτικό, βίο της χώρας. Αγωνιστές έγιναν υπουργοί ή βουλευτές, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της οργάνωσης πρωταγωνίστησε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και η σύγκρουση που προέκυψε αμέσως μετά το πέρας του αγώνα οδήγησε στην τραγωδία του πραξικοπήματος και της εισβολής.
Στην Κύπρο συζητάμε τα της περιόδου υπό το βάρος της ιδεολογικής τοποθέτησης εκάστου, των δεδομένων του σήμερα και της βιωματικής μνήμης, χωρίς ωστόσο να προσεγγίζουμε για σκοπούς κατανόησης τα γεγονότα με νηφαλιότητα. Και το αποτέλεσμα των ως άνω είναι, τελικά, να καταλήγουμε ιδίως υπό το βάρος της περσόνας στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης να απορρίπτουμε συνολικά τη συμβολή της ΕΟΚΑ στη διαμόρφωση του σήμερα ή να αποθεώνουμε τον αγώνα για Ένωση – σε μια προσέγγιση που δεν αφορά τη μνήμη, την Ιστορία ή που υπό το βάρος της πολιτικής προβολής και της μικροπολιτικής καταντά κιτς.
Επιπλέον, δεν διαβάζουμε ποτέ για την περίοδο από τις πρωτογενείς πηγές, τα βρετανικά αρχεία, τον διεθνή ή τοπικό Τύπο ή την επιστημονική βιβλιογραφία (ελληνόφωνη και διεθνή) προκειμένου να συγκρίνουμε την εμπειρία της ΕΟΚΑ με έναν σκασμό άλλα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της περιόδου της αποαποικιοποίησης, νεότερα ή παλιότερα. Γενικά στην Κύπρο δεν αναστοχαζόμαστε επί της δικής μας εμπειρίας συγκριτικά με άλλες εμπειρίες, διεθνώς, προκειμένου να αξιολογήσουμε, να μάθουμε ή να διδαχτούμε. Τέλος, ως προς το ίδιο το αίτημα της Ένωσης είτε αγνοούμε, εντελώς ανιστόρητα και χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού, τους αντίστοιχους αγώνες για Ένωση των Κρητικών, των Θεσσαλών, των Μακεδόνων, των Επτανησίων και των Δωδεκανησίων με τον ελληνικό εθνικό κορμό είτε, εντελώς εκτός πραγματικότητας και με τον πλέον γραφικό τρόπο, θεωρούμε πως σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα εν έτει 2025 θα ενωθούμε με την Ελλάδα – αναπαράγοντας ένα εθνικό αίτημα σχεδόν ενός αιώνα πίσω, που σήμερα δεν έχει καμιά εφαρμογή πέραν του ρομαντισμού ή του νεοεθνικισμού.
Μπορεί η κυπριακή κοινωνία να εντάξει με αφορμή τα 70χρονα του αγώνα της ΕΟΚΑ το πλαίσιο της εποχής σε μια υγιή μορφή ιστορικής προσέγγισης και σοβαρού, συμπεριληπτικού, δημοσίου διαλόγου, χωρίς ιδεοληψία και χωρίς ακρότητες; Το ερώτημα είναι ρητορικό και αφορά όχι μόνο την ΕΟΚΑ, αλλά κάθε σοβαρή εξέλιξη που αφορά την Ιστορία, το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον μας. Και επείγει.