Του Γιάννη Ιωάννου
Η επίσκεψη του προέδρου Χριστοδουλίδη στις ΗΠΑ, κατόπιν επίσημης πρόσκλησης του Αμερικανού προέδρου, Τζο Μπάιντεν, είναι ένα πολύ ενδιαφέρον γεγονός πέραν των διπλωματικών προεκτάσεων, του Κυπριακού και των διμερών σχέσεων Λευκωσίας-Ουάσιγκτον. Αποτελεί την τέλεια αφορμή για να συζητήσουμε, ξανά, σε σχέση με το πώς αντιδρούμε σε επίπεδο δημόσιας σφαίρας στο εσωτερικό – πολιτικά ή ως δημοσιολογούντες στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και, κυριότερα, για το πώς ασκούμε κριτική. Η είδηση της επίσκεψης του κ. Χριστοδουλίδη αποτέλεσε την τέλεια περιπτωσιολογία για να εξετάσουμε αυτή τη δυναμική.
Αρχικά υπήρξε, τόσο στην κάλυψη του γεγονότος δημοσιογραφικά και σε επίπεδο ανάλυσης αλλά και ως αντικείμενο κριτικής, ένα ευρύ φάσμα υπερβολών. Υπερβολές που μεταξύ άλλων ανέφεραν το αμίμητο «κάλεσαν τον Πρόεδρο αλλά όχι τον Ερντογάν», το φαιδρό «η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για το Κυπριακό δεν ήταν τυχαία την ημέρα της επετείου ίδρυσης της Τουρκίας» και το, σχετικά ανακριβές, ότι η εν λόγω επίσκεψη είναι ενδεικτική του ότι ο «Πρόεδρος τα πάει καλά έξω αλλά άσχημα μέσα». Προφανώς η εξωτερική πολιτική της Κ.Δ. μετά το 2022 και τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία άλλαξε. Κι άλλαξε συνειδητά μέσα από τη βάσανο αναγκαιοτήτων, καθώς η αξιοπιστία της χώρας βρισκόταν λόγω των «χρυσών διαβατηρίων» στον πάτο. Επίσης, αυτό που δεν αλλάζει, διαχρονικά, στα σοβαρά κράτη είναι ότι η εξωτερική πολιτική δεν διαφοροποιείται αναλόγως των προσώπων. Κάτι που στην Κύπρο –που θεσμικά η δημόσια πολιτική για τις εξωτερικές υποθέσεις/αρμοδιότητες του κράτους δεν είναι κατοχυρωμένη– συχνά το ξεχνάμε.
Μετά ήρθε η κριτική τύπου «μα τον καλεί πέντε μέρες πριν φύγει λόγω εκλογών» καθώς και το «ναι, αλλά να δούμε τα αποτελέσματα». Και το «ναι, αλλά ο Βασιλείου πήγε τρεις φορές στον Μπους» – λες και η εξωτερική πολιτική, ξανά, των ΗΠΑ (ιδίως των ΗΠΑ της υπόθεσης Steel Seizure και του Use of Force Resolution) αλλάζει σε σχέση με τα πρόσωπα ή με το πώς προσλαμβάνει την Κύπρο ως προς τις επιδιώξεις της στην ανατολική Μεσόγειο. Προφανώς και αυτή είναι το ίδιο κακόπιστη κριτική με τις αποθεωτικές υπερβολές που διαβάσαμε ένα 24ωρο πριν από τη συνάντηση.
Ενδιάμεσα υπάρχει και μια σιωπηρή πλειοψηφία που προφανώς αντιλαμβάνεται την τεράστια σημασία της επίσκεψης, προσδοκά συνέπεια και αξιοπιστία ως προς τα αποτελέσματα της αναβάθμισης των σχέσεων ΗΠΑ-Κύπρου και θέλει να δει και το απτό, επί του πεδίου, αποτύπωμά τους. Η οποία αν εκφραστεί, οι δύο ως άνω πλευρές, που περιγράφουμε, θα σπεύσουν να την «περιλάβουν» προκειμένου να εκφράσουν την ιδεοληψία τους η οποία επί της ουσίας αποτελεί και συνειδητή στάση τους (αρνητική ή θετική εκ προοιμίου) για την τρέχουσα διακυβέρνηση υπό τον Χριστοδουλίδη.
Καλό θα ήταν στην Κύπρο να μην υπερβάλλουμε. Ζούμε σε μια κρίσιμη περίοδο διεθνώς, με το Κυπριακό στην πιο υπαρξιακή του καμπή και με πολλά κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα, τα οποία εν μέρει κληρονομήσαμε από το σωρευτικό αποτέλεσμα δεκαετιών τέτοιας συμπεριφοράς και προσέγγισης. Η υπερβολή δεν βοηθάει ούτε στη σύνθεση, ούτε στην αποτελεσματική κριτική, ούτε στην εμπέδωση των ευσήμων όταν κάτι γίνεται σωστά. Ας μην το ξεχνάμε και κυρίως να μην το ξεχνάνε –σε πολιτικό επίπεδο– κόμματα και πολιτευτές, καθώς και οι ενεργοί, πολιτικά, πολίτες.
Twitter: @JohnPikpas