Του Γιάννη Ιωάννου
Το 2024 ήταν μια δύσκολη χρονιά για τον γράφοντα. Ήταν η χρονιά που αναπάντεχα έχασα τη μάνα μου, που πάλεψα με προσωπικά και οικογενειακά θέματα, με θέματα υγείας και με τη μοναξιά, ενίοτε, της επαγγελματικής και επιστημονικής συνειδητοποίησης του περιβάλλοντος γύρω μου.
Όσο περνάει ο καιρός συχνότερα αισθάνομαι αν υπάρχει νόημα στο πώς διαμορφώνουμε τα πράγματα γύρω μας, ιδίως όσοι αναλύουμε ή δημοσιολογούμε (διά της δημοσιογραφικής γραφίδας) σε ένα περιβάλλον τοξικό, γεμάτο από την προσωρινότητα του Διαδικτύου και των ΜΚΔ και σε ένα πεδίο όπως οι εξελίξεις –πολιτικές και διεθνώς– για περιοχές του κόσμου αλλά και για τα της Κύπρου στις οποίες ενίοτε η έκθεση –εκεί έξω– δεν προϋποθέτει στο επίπεδο της απεύθυνσης πως το κοινό γνωρίζει επαρκώς, μπορεί να κρίνει αντικειμενικά και δεν σκέφτεται μόνο υπό το πρίσμα της ιδεολογίας ή της πολιτικής ταυτότητας. Η σκέψη αυτή σε καθιστά υπόλογο ως προς τα επαγγελματικά σου όρια και την προσωπική σου ηθική, αλλά και τη δεοντολογία, σε ισχυροποιεί ή σε αποδυναμώνει ως προς την αντίδραση στην κακόβουλη κριτική ή στον μηδενισμό και ταυτόχρονα σε ικανοποιεί –ηθικά– αν υπάρχουν έστω και δύο-τρεις εκεί έξω που αντιλαμβάνονται πού στέκεις και γιατί. Κι απέναντι στην προηγούμενη σκέψη, αυτή της αναζήτησης νοήματος, σου υπενθυμίζει να συνεχίσεις να κάνεις ό,τι θες.
Η προσωπική αναζήτηση αυτή είναι και μια συζήτηση για τη δημοσιογραφία στην Κύπρο, την ανάλυση –στη δημόσια σφαίρα– της «γεωπολιτικής» και τη σοβαρότητα μαζί με τα όρια αυτής σε μια συζήτηση που δεν γίνεται ποτέ ψύχραιμα και νηφάλια αλλά πάντα υπό το βάρος επιμέρους αφηγημάτων. Έτσι συμβαίνει με τα εργαλεία των κοινωνικών επιστημών, εξάλλου. Δεν είναι μακροοικονομικά. Στην Κύπρο η ανάλυση αυτή συνήθως πάσχει ή μετατρέπει τη δημοσιολογία σε αυτό που ενίοτε συμβαίνει και με το διπλωματικό ρεπορτάζ κατά πλειοψηφία: Αποθεώνει ή μηδενίζει –αναλόγως κυβέρνησης– την εξωτερική πολιτική του κράτους. Στην Κύπρο ως μικρογραφία της αντίστοιχης τάσης στην Ελλάδα – που ήταν ανέκαθεν γιγαντωμένη.
Η συζήτηση αυτή δεν τελειώνει ποτέ. Όπως δεν τελειώνουν και τα προβλήματα σε προσωπικό επίπεδο για τον κάθε ένα και την κάθε μια από εμάς. Ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει η προσωπική ισορροπία, η αντίληψη του επαγγελματισμού και η επίγνωση του πού στέκεις και φυσικά η, πάντα, αδιαπραγμάτευτη τιμιότητα. Το ξυραφάκι του Όκαμ, εξάλλου, έχει πάντα ένα τίμημα και η ελευθερία που έρχεται με αυτό είναι «ελυτικού» τύπου έχοντας, όπως έγραψε ο ποιητής, δύο κοφτερές όψεις – όπως τα παλιά ξυράφια. Συνεπώς, το να κοπείς δεν είναι απαραίτητα κακό. Είναι μάλλον απαραίτητο όπως κι αναπόφευκτο. Και ίσως και λυτρωτικό αν έχεις ταχτεί να κάνεις κάτι με σοβαρότητα.
Τέλος, αυτή η συζήτηση είναι μια συζήτηση για το τι συμβαίνει στον τόπο μας. Σε κάθε έκφανση από την τοπική κοινωνία μέχρι τις πολιτικές εξελίξεις. Για την επόμενη μέρα αλλά και για την πολιτική κουλτούρα που μετασχηματίζεται ενώπιόν μας τα τελευταία χρόνια – σε ένα βαθμό που αλλάζει άρδην και που τρομάζει αν ανιχνεύσει κανείς το πού πραγματικά οδηγούμαστε.
Ας είναι το 2025 μια χρονιά ελπίδας. Για τον κάθε ένα προσωπικά, αλλά και για τον τόπο. Τα πράγματα δεν θα αλλάξουνε εύκολα στην Κύπρο – ούτε σε επίπεδο νοοτροπίας, αλλά ούτε και ως προς την κουλτούρα υπομονής σε όλα αυτά που ενίοτε γύρω μας είναι προβληματικά. Αλλά το ξυράφι είναι πάντα εκεί.
Twitter: @JohnPikpas