Του Γιάννη Ιωάννου
Η παρουσία της προέδρου της Βουλής και προέδρου του Δημοκρατικού Συναγερμού, Αννίτας Δημητρίου, στο μνημόσυνο του Γεώργιου Γρίβα-«Διγενή» στάθηκε μια καλή αφορμή για πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης-ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, για κριτική –ενδοσυναγερμικά– σε σχέση με την παρουσία της κας Δημητρίου στο μνημόσυνο, ενώ πέρυσι δεν είχε παραβρεθεί, και μια καλή αφορμή, επίσης, για το πώς η διαρροή ψήφων δεξιότερα του ΔΗΣΥ –με φόντο το ΕΛΑΜ– δημιουργεί προκλήσεις για το πολιτικό σύστημα, αλλά και δείχνει τις κατευθύνσεις για τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας μας.
Δεν χωρεί αμφιβολία πως η παρουσία, αυτή καθ’ εαυτή, της κας Δημητρίου στο μνημόσυνο είναι, πολιτικά, μια ανακόλουθη πράξη που προφανώς υπαγορεύεται από τις πραγματικότητες επί του εδάφους – τη μάχη του Excel που θα κληθεί να δώσει στις βουλευτικές του 2026 προκειμένου να διατηρήσει τον Δημοκρατικό Συναγερμό ως πρώτο κόμμα και παράλληλα να ανοίξει έτσι, πιθανόν, ο δρόμος για μια προεδρική υποψηφιότητά της στις εκλογές του 2028. Και φυσικά θα κριθεί πολιτικά για αυτό – για το αν το πετύχει ή όχι.
Η παρουσία ωστόσο πολιτικών, ο τρόπος –για την ακρίβεια– διάρθρωσης της λειτουργίας του κυπριακού πολιτικού συστήματος σε σχέση με τα «εθνικά μνημόσυνα», τη σημειολογία του Γρίβα ή του Μακαρίου και εν γένει την πολιτική, στην Κύπρο, ως προς το grass root αποτύπωμά της αποκτά μια ξεχωριστή σημασία για το πού βρισκόμαστε, από πού ήρθαμε και πώς πορευόμαστε ως κοινωνία κι ως Δημοκρατία σε μια δυστοπική και μετα-πολιτική εποχή.
Τυγχάνει να ζω σε μια γειτονιά στη Λευκωσία όπου η απόσταση μεταξύ δύο σωματείων, του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, με το σπίτι μου «στη μέση» είναι λιγότερη από 400 μ., με τα πόδια, προκειμένου να φτάσεις εκεί. Και η περιοχή στεγάζει προσφυγικούς συνοικισμούς με την πλειοψηφία των κατοίκων –εκτός από μετανάστες και κάποια νεαρά ζευγάρια που επανήλθαν «στο σπίτι της γιαγιάς»– να είναι ηλικιωμένοι και προσφυγικής γεωγραφίας. Μύρτου, Ζώδια, Μόρφου, Βαρώσι, Κυθρέα. Άνθρωποι που συνυπήρξαν μετά το ’74 ως γείτονες, με κάποιους να ήρθαν κυριολεκτικά από αγροτόσπιτα με κοπάδια ζώων και κάποιους ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 να ασχολούνται με τον τουρισμό. Όταν με επισκέπτονται φίλοι –μη Κύπριοι– από το εξωτερικό πάντα τους κερνάω έναν κυπριακό καφέ σε ένα εκ των δύο σωματείων, τα οποία επισκέπτομαι –ούτως ή άλλως– πότε για να φάω μια πίτα σουβλάκια και πότε για να δω κάποιον αγώνα στην τηλεόραση. Στην προσπάθειά μου να εξηγήσω σε φίλους –που έχουν υπόβαθρο κοινωνικού επιστήμονα ορισμένοι– το Κυπριακό, πάντα σκοντάφτω στο να τους εξηγήσω το κυπριακό πολιτικό σύστημα και σχεδόν πάντα, όλοι ανεξαιρέτως, στέκονται με ενδιαφέρον στα κάδρα στους τοίχους. Ο Γρίβας, οι ήρωες της ΕΟΚΑ και οι ήρωες της Επανάστασης του 1821 σε ένα μόνιμα σημαιοστολισμένο σκηνικό που θυμίζει αίθουσα δημοτικού σε εθνικές επετείους στη μία περίπτωση. Ο Λένιν, ο Μακάριος (όσο περίεργο κι αν φαίνεται και η εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας) και μια εικόνα του Παπαϊωάννου ή του Χριστόφια στην άλλη περίπτωση. Τα κάδρα στους τοίχους.
Προφανώς και δεν θα δεις κάδρα του Τζον Λοκ και του Άνταμ Σμιθ στην πρώτη περίπτωση όσο και αν το debate για τη φιλελεύθερη πτέρυγα του ΔΗΣΥ καλά κρατεί με αφορμή γεγονότα όπως το μνημόσυνο του Γρίβα. Προφανώς και ο Μακάριος, ένας χριστιανός ορθόδοξος εκπρόσωπος της κυπριακής Εθναρχίας, στον οποίο υποτάχτηκε το ΑΚΕΛ μετά το 1960, δεν κολλάει σε έναν χώρο με τον Μαρξ και τον Λένιν.
Και κάπου εδώ η συζήτηση για τις εγγενείς αντιφάσεις του κυπριακού πολιτικού συστήματος, που κόμματα κι αρχηγοί κληρονόμησαν μετά το 1974, συναντά την ανάγκη του εκσυγχρονισμού του – που δείχνει να χωλαίνει, σε μια εποχή που 73.000 συμπατριώτες μας ψήφισαν τον Φειδία και ο Ελον Μασκ διαδίδει την άθλια προπαγάνδα του.