Του Γιάννη Ιωάννου
Ο Ντόναλντ Τραμπ επικράτησε άνετα έναντι της Κάμαλα Χάρις κατορθώνοντας όχι μόνο να αγχώσει –εντός ή εκτός εισαγωγικών– τους φιλελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες ανά το παγκόσμιο αλλά και να επιτύχει ένα ισχυρό πολιτικό comeback, σε μια δεύτερη θητεία, μετά την περίοδο 2016-2020 όταν τον πρωτογνωρίσαμε ως πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Προφανώς το ιδεολογικό πλαίσιο που διακρίνει τον Τραμπ, η MAGA ιδεολογία του και το γεγονός πως κατορθώνει να συγκεράσει τον θαυμασμό τόσο ακραίων της δεξιάς όσο και της αριστερής ιδεολογίας έχουν υπεραναλυθεί, όπως και η εκλογική συμπεριφορά του αμερικανικού σώματος ψηφοφόρων που τον επέλεξαν. Ένας αμφιλεγόμενος επιχειρηματίας, επιρρεπής στον λαϊκισμό, που έχει υπάρξει υπόδικος, σεξιστής και ερευνήθηκε για σχέσεις με την ολιγαρχία του καθεστώτος Πούτιν. Ο «τραμπισμός» αποδεικνύεται, τελικά, ισχυρός και όχι μόνο επικρατεί στις ΗΠΑ αλλά εξάγεται και στην Ευρώπη και, επιπλέον, αλλάζει άρδην το συντηρητικό ακροατήριο στις Ηνωμένες Πολιτείες που ξεφεύγει πλέον από την παραδοσιακή συντήρηση του «Ριγκανισμού» ή του τελευταίου σοβαρού υποψήφιου των Ρεπουμπλικάνων –του Τζον Μακέιν– και αποκτά πλέον, διακριτά, μεταπολιτικά χαρακτηριστικά.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο, είναι και προβλέψιμος. Είναι, κοινώς, ο διάβολος που γνωρίσαμε την περίοδο 2016-2020 και που είναι διακριτά τα χαρακτηριστικά του στην οικονομική και εμπορική πολιτική των ΗΠΑ, στις προσεγγίσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή, την Ευρώπη και σε σχέση με τη Ρωσία και την Κίνα και ένας άνθρωπος που ξυπνά –έστω και καθυστερημένα– τα αντανακλαστικά του παλιού κόσμου, της Ευρώπης.
Υπό αυτό το βάρος και εν μέσω πολέμων σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή η δεύτερη θητεία Τραμπ –και ευτυχώς η τελευταία– είναι πλέον ένα ιστορικό γεγονός που ναι μεν θα αξιολογήσουμε στην πορεία της αλλά και που, στον αντίποδα, μπορεί να δώσει μια τελευταία ευκαιρία στην Ευρώπη να ξυπνήσει και να ξαναδεί, σοβαρά και θεσμοθετημένα, τη στρατηγική της αυτάρκεια. Όσο αυτό μπορεί να συμβεί βέβαια ακόμη σε μια Γερμανία υπό κρίση, στην Ουγγαρία του Ορμπάν, στη Γαλλία του Μακρόν και στην Ιταλία της Μελόνι. Η ευκαιρία ωστόσο υφίσταται και δεν πρέπει να μείνει αναξιοποίητη, δεδομένου ότι πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο η ποιότητα των πολιτικών ηγεσιών στην εποχή της μεταπολιτικής και των ΜΚΔ φθίνει.
Για την Κύπρο η εκλογή Τραμπ δεν αλλάζει κάτι θεαματικά. Εξάλλου, η στρατηγική ενδυνάμωση ΚΔ-ΗΠΑ συμβαίνει κατεξοχήν σε επίπεδο διμερών σχέσεων και με αποτύπωμα σε επίπεδο κρατικών χωρητικοτήτων. Ωστόσο, η εκλογή Τραμπ προφανώς χτυπά το καμπανάκι της μεταπολιτικής σε ένα πολιτικό σύστημα το οποίο έχει ήδη πολλούς επίδοξους μιμητές του κ. Τραμπ, αλλά σε κλίμακα όπως του πλαστικού μοντελισμού. Κάπου στο 1:30.000.
Πολλοί επίδοξοι Τραμπ θα μπορούσαν να ξεπηδήσουν εξάλλου στις κάλπες των Προεδρικών το 2028 ή το 2033 και αυτό πρέπει να αποτελέσει την αφορμή για μια ειλικρινή συζήτηση σε τρία επίπεδα στην Κύπρο: Για το επίπεδο του πολιτικού μας συστήματος, αναφορικά με την ποιότητα του πολιτικού μας προσωπικού και, τέλος, σε σχέση με την κατεύθυνση που λαμβάνει, πλέον, η πολιτική κουλτούρα στη μικρή μας νήσο. Τέλος, ότι ο «τραμπισμός» έρχεται να καταργήσει την παραδοσιακή (κανονική) κατανομή της ιδεολογίας μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, παγκόσμια, είναι αυτό που πρέπει να μας ανησυχήσει και στην Κύπρο, όπου 73.000 συμπολίτες μας ψήφισαν αβίαστα τον Φειδία Παναγιώτου για να μας εκπροσωπεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και όπου τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά, παράγουν περισσότερη –ενίοτε– φαιδρότητα παρά πραγματική πολιτική σκέψη στη βάση μιας ιδεολογικά συγκροτημένης συζήτησης.