Του Γιάννη Ιωάννου
Δεν χωρά καμιά αμφιβολία πως το 2025 θα είναι μεταβατικό για το Κυπριακό όπως το γνωρίσαμε ιστορικά. Το πρώτο τρίμηνο του νέου έτους θα πάμε σε μια διεθνή διάσκεψη για το Κυπριακό, στο πλαίσιο των προσπαθειών του ΟΗΕ για άρση του αδιεξόδου στις συνομιλίες – ενός αδιεξόδου που επιμένει εδώ και οκτώ χρόνια.
Οι επιλογές της Λευκωσίας δεν θα είναι εύκολες. Η Τουρκία δείχνει να έχει αλλάξει το παράδειγμα, ο Τατάρ, για όσο θα παραμένει στη θέση του, δεν δείχνει σημάδια ευελιξίας και ο πήχης τον οποίο η κυβέρνηση Χριστοδουλίδη έθετε, είτε για την ενεργό εμπλοκή της Ε.Ε. στη διαδικασία είτε για τη σύνδεση Κυπριακού και ευρωτουρκικών, παρά το ψήλωμά του δεν προκάλεσε κάποιο θεαματικό αποτέλεσμα. Για την ακρίβεια, οι επιλογές της Λευκωσίας, αυτή τη φορά, δείχνουν να κινούνται μεταξύ κακών και λιγότερο κακών επιλογών.
Το 2025 δείχνει να είναι μεταβατικό και γιατί δείχνει προς την κατεύθυνση της έκβασης στο αδιέξοδο του Κυπριακού. Στο σενάριο μιας αποτυχημένης διεθνούς διάσκεψης –ακόμη και αν κερδίσει η πλευρά μας το blame-game– η διαδικασία του Κυπριακού μπαίνει σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο, σε ένα κενό χώρου και χρόνου που ακόμη κι αν δεν υπάρξουν άμεσα πολύ άσχημα τετελεσμένα όπως μια αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» από ένα κράτος τύπου Κιργιζίας ή μια ενσωμάτωση του βόρειου κατεχόμενου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία, τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα για την επόμενη ημέρα όπως τα ξέραμε. Και δεν θα είναι διότι για πρώτη φορά το πλαίσιο λύσης του Κυπριακού όπως το γνωρίσαμε, ιστορικά, μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω, στο υψηλότερο μάλιστα επίπεδο του Συμβουλίου Ασφάλειας του ΟΗΕ. Σε μια διαδικασία δηλαδή που όσο θα πλησιάζουμε στον πρωτοφανή ορίζοντα ολοκλήρωσης μιας δεκαετίας από το 2017 –και την τελευταία κορύφωση του Κυπριακού– τόσο θα μας δείχνει τα δόντια της για υπαρξιακά, για την επιβίωσή μας, ζητήματα.
Τι σηματοδοτεί αυτή η μετάβαση; Οπωσδήποτε ένα σημειακό πλέγμα συνειδητοποιήσεων που θα πρέπει να απασχολήσουν οριζόντια ολόκληρη την κοινωνία μας.
Τις πολιτικές ελίτ και την ίδια την κυβέρνηση Χριστοδουλίδη που θα κληθεί να διαχειριστεί και να χρεωθεί πιθανόν πολιτικά το βάρος μιας δυνητικής διχοτόμησης, με ξεκάθαρο πλέον το de facto αποτύπωμά της αλλά και υπό διαμόρφωση τη δυνητικά ντε γιούρε έκφρασή της. Ένα σενάριο που δεν μπορούν, συνήθως, οι Ελληνοκύπριοι πολιτικοί να συνειδητοποιήσουν –δυστυχώς– ως προς την ουσία του, πέραν των τετριμμένων.
Η μετάβαση αυτή, ωστόσο, εμπεριέχει μέσα της και τα διαμορφωτικά ψήγματα μιας νέας προσέγγισης. Όχι για το Κυπριακό, για τα σχέδια ή τη μορφή της λύσης, αλλά για τις σκληρές πραγματικότητες της επόμενης ημέρας, αν θέλουμε όντως να επιβιώσουμε σε αυτή τη γωνιά της Ανατολικής Μεσογείου.
Μπορούν αυτά να μας ξυπνήσουν από τον λήθαργο και πενήντα χρόνια μετά το 1974 να αρχίσουν να διαμορφώνουν την ουσία της επόμενης πεντηκονταετίας της ύπαρξης της Κ.Δ., με άλυτο το Κυπριακό και χωρίς να υπάρχει προοπτική συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων σε ένα συνεταιριστικό κράτος; Πιθανόν. Σε κάθε μετάβαση υπάρχει μια νέα κοινωνική και πολιτική διεργασία. Με άλυτο το Κυπριακό το μόνο σίγουρο δεδομένο είναι η πορεία σε αχαρτογράφητα νερά και όχι η ακριβής ψηλάφηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών αυτού του ξυπνήματος. Συνεπώς θα δούμε.
Το 2025 είναι κρίσιμο. Γιατί είναι μεταβατικό. Ας ευχηθούμε να είναι και το έτος που θα «πάρουμε τα χαμπάρια μας» σε σχέση με το πώς θα απαλλαγούμε από την κατοχή και θα επανενώσουμε, με ειρήνη, τον τόπο μας.