Του Γιάννη Ιωάννου
Ο τρόπος με τον οποίο στα προεκλογικά debates οι υποψήφιοι Πρόεδροι της Κ.Δ. συζητούν για το Κυπριακό έχει πολύ ενδιαφέρον. Κι αυτό διότι οι τρεις βασικοί υποψήφιοι έχουν ήδη σχηματίσει πλήρως τα αφηγήματά τους σε αυτό τον νεκρό χρόνο που μεσολάβησε μεταξύ 2017 και της κατάστασης –ομολογουμένως της δυσκολότερης από την περίοδο 1977-79– που βρισκόμαστε σήμερα. Ο νεκρός χρόνος, μάλιστα, έχει πέραν της διαμόρφωσης των θέσεών τους, ευθυγραμμιστεί πλήρως και με αυτό που ανέκαθεν ήταν το Κυπριακό ως αντικείμενο της πολιτικής μας σκηνής: Ένα ζήτημα στο οποίο κατέληγε πάντα η συζήτηση για οτιδήποτε πολιτικό στη χώρα μας και που μετά το 2004 διαμόρφωσε δύο κυρίαρχες δυναμικές στην κοινωνία: Αυτή που αποδέχεται λύση ομοσπονδίας και αυτή που, εκ προοιμίου, την απορρίπτει. Φυσικά, ο χώρος ενδιάμεσα στο «υπέρ» και «κατά» της λύσης έγινε πεδίο όχι μόνο επιμέρους προσεγγίσεων αλλά και μιας τάσης που προέκυψε μετά την αποτυχία του Κραν Μοντανά.
Μέχρι στιγμής, ο κ. Αβέρωφ Νεοφύτου συνοψίζει το πού βρίσκεται ο νεκρός χρόνος του Κυπριακού μέσα από το αυτοεκπληρούμενο αφήγημα της έγκαιρης προειδοποίησής του για «εθνικό τσουνάμι». Στέκεται δηλαδή στη λογική του ότι αυτός προειδοποίησε για την επερχόμενη δύσκολη κατάσταση στην οποία περιήλθαμε ασχέτως αν σε επίπεδο κριτικής του χρεώνεται η απουσία του σε διακοπές στις Μαλδίβες, όταν η Τουρκία άνοιξε το Βαρώσι. Εσχάτως, ο κ. Νεοφύτου αναφέρεται στο ΝΑΤΟ ως καταλύτη για την επίλυση του Κυπριακού ενώ αποδέχεται –σε αντίθεση με όσα έκανε τότε η κυβέρνηση– το Πλαίσιο Γκουτέρες ως στρατηγική βάση για την διαπραγμάτευση –στο ίδιο μήκος κύματος ωστόσο με την προεδρία Αναστασιάδη, ο οποίος δεν δέχεται λύση χωρίς μηδέν στρατό και εγγυήσεις.
Στον αντίποδα, ο κ. Νίκος Χριστοδουλίδης, που στηρίζεται από απορριπτικές δυνάμεις όπως η ΕΔΕΚ και η Ελένη Θεοχάρους αλλά και από το ΔΗΚΟ που παραδοσιακά έχει σκληρή γραμμή στο Κυπριακό, κινείται στο πλαίσιο της ασάφειας. Υποστηρίζει τη ΔΔΟ, ενώ συμμαχεί με πολιτικές δυνάμεις που την απορρίπτουν, τονίζει συνεχώς τη γραμμή Αναστασιάδη ως προς την ευθύνη της Τουρκίας στο Κραν Μοντανά (άποψη που κυριαρχεί στο εσωτερικό αλλά δεν θεωρείται δεδομένη στο εξωτερικό) κι, εσχάτως, έχει ανακαλύψει το αφήγημα ότι το Κυπριακό δεν αποτελεί αντικείμενο εσωτερικής διαπραγμάτευσης (στα σοβαρά κράτη με στρατηγική, η αποστολή ως προς τον εξωτερικό προσανατολισμό, πόσο μάλλον για ένα εθνικό θέμα, ή είναι Νόμος που απορρέει από το Σύνταγμα ή το αποτέλεσμα κατάληξης μιας εσωτερικής διαπραγμάτευσης, χωρίς αποκλίσεις). Ενώ προτείνει τον διορισμό προσώπου από την Ε.Ε.
Και ο κ. Ανδρέας Μαυρογιάννης κινείται στη λογική της αποδοχής της Τουρκίας ως τον μοναδικό δρώντα για να κατηγορήσει κανείς για την αποτυχία του 2017. Ωστόσο, ο πυρήνας του αφηγήματός του είναι χτισμένος μέσα από μια προσέγγιση υπέρ της εξεύρεσης λύσης, διανθισμένης ωστόσο από το τεχνοκρατικό προφίλ του ανθρώπου που γνωρίζει το θέμα, λόγω της ιδιότητάς του ως διαπραγματευτή στο Κυπριακό επί Αναστασιάδη αλλά και την περίοδο 2002-2008. Ο κ. Μαυρογιάννης έχει, από το πρώτο ήδη debate, στρέψει τα πυρά του στο Κυπριακό εναντίον του κ. Χριστοδουλίδη, κατηγορώντας τον για πολιτική υπονόμευσης των συνομιλιών την περίοδο κορύφωσής τους, το 2016-2017.
Φυσικά αυτό που γίνεται αντιληπτό σε κάθε σοβαρό παρατηρητή του Κυπριακού είναι πως απέναντι στην αμηχανία της αλλαγής του στάτους κβο (του ασφαλούς δηλαδή μαξιλαριού για την ε/κ πλευρά κάθε φορά που το Κυπριακό έφτανε σε τέλμα) από την Τουρκία, οι τρεις βασικοί υποψήφιοι έκαναν positioning έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους πως δυνητικά θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι. Εξού και οι ανακολουθίες ή αναπροσαρμογές που σήμερα που παγιώνεται η διχοτόμηση, ακούγονται ως ακαδημαϊκά debates παρά σαν ρεαλιστικές προσεγγίσεις να σωθεί, ό,τι σώζεται κι αν, στο Κυπριακό. Το ίδιο δηλαδή που συνέβη και με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη που ξεκίνησε την καριέρα του ως ο ηγέτης του «ΝΑΙ» στο σχέδιο Ανάν για να ακούγεται σήμερα όπως ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος, το 2004.
Το Κυπριακό βρίσκεται σε νεκρό χρόνο. Κι όποιος κι αν εκλεγεί Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 2028 να είναι προσεκτικός. Μπορεί να ταυτίσει την πολιτική του υστεροφημία, σε αντίθεση με όλους τους άλλους Προέδρους της Κ.Δ. από το 1960, με τη διχοτόμηση, με ή χωρίς την υπογραφή του.