

Του Γιάννη Ιωάννου
Η περίοδος που ξεδιπλώνεται μετά την άτυπη Πενταμερή της Γενεύης αλλά και τη συνάντηση, στην Κύπρο, των δύο ηγετών μετά τη διάσκεψη για το Κυπριακό, δείχνει να αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον από σκοπιάς διπλωματικού χρόνου. Αφενός, η προαναγγελία ενός δεύτερου γύρου –μιας «Γενεύης ΙΙ» στα τέλη Ιουλίου– βάζει πίεση στις δύο πλευρές εκ μέρους των Η.Ε. για παραδοτέα σε σχέση με τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και τη συζήτηση για τη διάνοιξη σημείων διέλευσης. Στον αντίποδα, η νεκρή ζώνη αναδεικνύεται σε δύσκολο εμπόδιο που καθιστά παρεμφερούς φύσης τη συζήτηση για τα οδοφράγματα, όπως διαφάνηκε και από την προσέγγιση της τουρκοκυπριακής πλευράς στο ζήτημα της δημιουργίας ενός πάρκου ΑΠΕ στη νεκρή ζώνη, στο πλαίσιο των ΜΟΕ, από την τελευταία συνάντηση των δύο ηγετών μετά τη Γενεύη.
Οι πραγματικότητες
Μετά από τον σημαντικό χρόνο που παρήλθε μετά την κατάρρευση των συνομιλιών το 2017, η πραγματικότητα επί της νεκρής ζώνης όχι μόνο δημιουργεί προκλήσεις ως προς τη συνέχιση του διαλόγου, αλλά αναδεικνύεται και σε πεδίο ανταγωνισμών μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Είναι εξάλλου κάτι που καταγράφηκε και σε επίπεδο εκθέσεων του ΟΗΕ στην Κύπρο (τα τελευταία 2-3 χρόνια) αλλά και που δημιούργησε μικρές κρίσεις με αποκορύφωμα την κρίση του καλοκαιριού του 2023 με το βίαιο συμβάν επίθεσης σε ειρηνευτές της ΟΥΝΦΙΚΥΠ στην Πύλα και την όλη συζήτηση για τον δρόμο Άρσους-Πύλας εκ μέρους των κατοχικών αρχών. Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα διακρίνει κανείς τρία χαρακτηριστικά:
Η συζήτηση για τα οδοφράγματα συνεχίζεται σε επίπεδο διαπραγματευτών και έχει καταστεί σαν μια διαπραγμάτευση εντός της διαπραγμάτευσης για την επανέναρξη των συνομιλιών του Κυπριακού
• Tην εργαλειοποίηση της νεκρής ζώνης εκ μέρους των δύο κοινοτήτων προκειμένου να υπάρχει μια διάσταση, αναλόγως εξελίξεων (στρατιωτικών επί της γραμμής αντιπαράθεσης, οικιστικής ανάπτυξης, δημοσίων έργων πέριξ της, αγροτικών εργασιών εγγύς της, κοκ) τύπου tit-for-tat (ουσιαστικά ισόποσης ανταπόδοσης).
• Τη στρατιωτικοποίηση της νεκρής ζώνης εκ μέρους των κατοχικών δυνάμεων – πτυχή που είδαμε με τις εγκαταστάσεις καμερών, φυλακίων, κοκ σε περιοχές όπως π.χ. ο Άγιος Δομέτιος και την παρενόχληση αγροτών στην παρουσία στρατιωτών της κατοχικής δύναμης.
• Την εμμονή της τουρκοκυπριακής πλευράς, υπό το βάρος της τουρκοκυπριακής ηγεσίας υπό τον Τατάρ, να ανάγει οποιαδήποτε εξέλιξη επί της νεκρής ζώνης –κάτι που διαφάνηκε και στη συζήτηση για τα οδοφράγματα αλλά και τα ΜΟΕ– σε «άσκηση κυριαρχίας» προκειμένου να εξυπηρετείται το αφήγημα των δύο κρατών.
Επιπλέον, η κρίση στην Πύλα όσο και στη συνέχεια η συμφωνία που ακολούθησε δημιουργούν επιμέρους δυναμικές «διαπραγμάτευσης» στη συζήτηση που ξεκίνησε για τη διάνοιξη των σημείων διέλευσης.
Πού βρισκόμαστε
Η συζήτηση για τα οδοφράγματα, που συνεχίζεται, όπως πληροφορούμαστε, σε επίπεδο διαπραγματευτών (επαφές Μενέλαου Μενελάου - Γκιουνές Ονάρ), έχει καταστεί σαν μια «διαπραγμάτευση εντός της διαπραγμάτευσης» για την επανέναρξη των συνομιλιών του Κυπριακού αναδεικνύοντας, εύλογα, μια αντίληψη που μεταξύ έμπειρων παρατηρητών του Κυπριακού περιγράφεται από το αφήγημα του «αν δεν μπορούν να συμφωνήσουν οι δύο πλευρές σε διάνοιξη ενός περάσματος, πώς θα παρακαθήσουν στο τραπέζι των συνομιλιών;». Ωστόσο, ως προς τις πραγματικότητες επί του εδάφους αυτή τη στιγμή, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει η «Κ», υπάρχει μικρή πρόοδος, με την ε/κ πλευρά να καταθέτει ολοκληρωμένη πρόταση –συμπεριλαμβανομένων χαρτών για αυτό που προτάσσει (σημεία τράνζιτ, συγκεκριμένα οδοφράγματα) – και την τουρκοκυπριακή πλευρά να εμμένει στη διάσταση του οδοφράγματος της Λουρουτζίνας, εντάσσοντας στη συζήτηση, σε κάθε ευκαιρία, διαστάσεις «ισότιμης κυριαρχίας», αλλά και τη λογική της εξίσωσης σημείων που για χρόνια αποτελούν μέρος της νεκρής ζώνης και, πλέον, διεκδικούνται ως μέρος της «επικράτειας» της «ΤΔΒΚ», πτυχή που παραπέμπει στα όσα ακολούθησαν εντός της νεκρής ζώνης, ιδίως, την περίοδο 1974-1977 που η τελική «χωροθέτηση» της γραμμής αντιπαράθεσης τελούσε υπό δυναμική διαμόρφωση. Πάντως, οι δύο διαπραγματευτές συναντήθηκαν, εκ νέου, την περασμένη εβδομάδα, δουλεύουν όπως πληροφορείται η «Κ» για μια νέα συνάντηση των δύο ηγετών και συζητούν για όλο το εύρος των θεμάτων που συμφωνήθηκαν στη Γενεύη. Υπενθυμίζεται πως κατά τη συνάντησή τους στις 2 Απριλίου οι κ. Χριστοδουλίδης και Τατάρ συμφώνησαν να συστήσουν Τεχνική Επιτροπή για τη Νεολαία, να διεξαγάγουν συζητήσεις για την αποναρκοθέτηση σε επίπεδο Ελληνοκύπριου διαπραγματευτή και Τουρκοκύπριου ειδικού αντιπροσώπου, να εργαστούν σε πρωτοβουλίες που σχετίζονται με το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, αλλά και την αποκατάσταση κοιμητηρίων κατά την πρώτη τους συνάντηση μετά την άτυπη διευρυμένη της Γενεύης.
Η «δεύτερη παρουσία» Ολγκίν
Μια άλλη εξέλιξη που αποκτά σημασία είναι ο ρόλος του προσωπικού απεσταλμένου του γ.γ. του ΟΗΕ για το Κυπριακό. Οι πληροφορίες συγκλίνουν προς την κάθοδο, εκ νέου, της Μαρίας-Άνχελα Ολγκίν στον ρόλο που είδαμε κατά τη διάρκεια του πρώτου της διορισμού από τον κ. Γκουτέρες. Ωστόσο, η ίδια η παρουσία της κας Ολγκίν στο Κυπριακό συνδέεται, άρρηκτα, με δύο διαστάσεις: α. Το αν θα εγκατασταθεί στην Κύπρο, προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντά της αποτελεσματικότερα (συναντήσεις δύο ηγετών, διπλωματία εμπλοκής των τριών εγγυητριών δυνάμεων, κ.λπ.) και β. Αν η παρουσία της θα αποτελέσει καταλυτικό παράγοντα, πριν από τη δεύτερη –προαναγγελθείσα– Γενεύη ως προς τη διάσταση μιας συμφωνίας τήρησης/ εφαρμογής των ΜΟΕ και φυσικά του ελέφαντα στο δωμάτιο που ονομάζεται συμφωνία για τα οδοφράγματα. Σε αυτό το επίπεδο υπεισέρχεται η διάσταση του χρόνου, δεδομένου πως ο πραγματικός χρόνος της κας Ολγκίν είναι δύο μήνες πριν από τις «εκλογές» στα Κατεχόμενα και πως ο χρόνος μετά την έλευση του 2026 δεν προσφέρεται για εξελίξεις στο Κυπριακό λόγω της κυπριακής Προεδρίας της Ε.Ε. – πτυχή που εξ ορισμού δεν συνάδει με την προώθηση εθνικών θεμάτων των κρατών-μελών, ως είθισται κατά τη διάρκεια περάτωσης της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ως εκ τούτου, η «έκθεση Ολγκίν» ανέδειξε θέματα που άπτονται επί της νεκρής ζώνης και συνέβαλε, όπως γίνεται κατανοητό από την «Κ», στη διαμόρφωση της φόρμουλας των μικρών ΜΟΕ και της συζήτησης για τη διάνοιξη νέων σημείων διέλευσης. Επί τούτου μένει να διαφανεί αν η δεύτερη παρουσία της κας Ολγκίν θα συμβάλει καθοριστικά στο ξεπέρασμα της σκοπέλου στο εν λόγω ζήτημα, που ανοίγει τον δρόμο και για επανέναρξη των συνομιλιών ή απλώς θα επιβεβαιώσει το αγεφύρωτο χάσμα του «no deal», ακόμη και για ένα έως τέσσερα οδοφράγματα.