
Του Απόστολου Κουρουπάκη
Θυμάμαι ένα απόγευμα χειμώνα του 2004 να κάθομαι στο πλάι του ναού της Φανερωμένης, Φεβρουάριος νομίζω ήταν, και να τρώω μανταρίνια που είχα αγοράσει από μία πλανόδια πωλήτρια, μεγάλης ηλικίας… ενόσω περίμενα να συναντήσω δύο φίλους. Καθυστέρησαν αρκετά, έτσι είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω για αρκετή ώρα το πήγαινε-έλα των ανθρώπων που διέσχιζαν τον περίβολο της εκκλησίας. Από τη μία είχα το επιβλητικό κτήριο του Παρθεναγωγείου της Φανερωμένης, από την άλλη την κοσμοσυρροή της πλατείας μπροστά από τον ναό και στο κέντρο τη μεγαλοπρεπή εκκλησία. Προσπαθούσα να συνδυάσω τις εικόνες αυτές, να τις δέσω στο μυαλό μου, να τις συγκρατήσω, μιας και τότε είχα αποφασίσει ότι οι φωτογραφίες δεν είναι παρά σπατάλη χρόνου και μιας μορφής εξαναγκασμού της μνήμης (ανούσιες νεανικές φιλοσοφίες).
Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη που μου ήλθε στο μυαλό φεύγοντας από την προβολή του ντοκιμαντέρ των Κωνσταντίνου Πατσαλίδη και Γιώργου Αβραάμ «Όταν σιγούν τα χελιδόνια». Το ντοκιμαντέρ για εμένα είναι κάτι πολύ περισσότερο από μία περιδιάβαση στη γειτονιά της Φανερωμένης, και μία σπονδή στο ιστορικό μαγειρείο του Ματθαίου και φόρος τιμής στο Σχολείο της Φανερωμένης. Για τους Λευκωσιάτες και για όσους/ες φοίτησαν στη Φανερωμένη ή έφαγαν στον Ματθαίο σαφώς και αυτές οι δύο ιστορίες που βρίσκονται στο επίκεντρο του ντοκιμαντέρ σημαίνουν πολλά παραπάνω από ό,τι σε εμένα και ίσως να πληγώνουν περισσότερο. Στο ντοκιμαντέρ συμμετέχουν ο δάσκαλος Σόλωνας Αντάρτης, ο Πάμπος Χαραλάμπους τότε διευθυντής του σχολείου, ο Ματθαίος του ομώνυμου εστιατορίου, η δημοσιογράφος και συγγραφέας Ελένη Ξένου ως κάτοικος της παλιάς πόλης και οι μαθητές του τότε δημοτικού σχολείου. Για τις προθέσεις του Πανεπιστημίου Κύπρου και τη μετατροπή του σχολείου σε Αρχιτεκτονική Σχολή μίλησε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου καθηγητής Τάσος Χριστοφίδης.
Στο εξαιρετικό από κάθε άποψη ντοκιμαντέρ των Πατσαλίδη και Αβραάμ βλέπουμε όχι πώς πολεμάνε απλώς διαφορετικοί κόσμοι, και πόσο αδυσώπητος είναι ο καιρός, αλλά πώς αλλάζει βίαια μια γειτονιά, και πώς η ανάπτυξη επιβάλλεται και δεν έρχεται ως φυσική εξέλιξη. Το ντοκιμαντέρ δείχνει πώς ένα σχολικό παράδειγμα ενσωμάτωσης εξαφανίστηκε, και πώς ένα κατάστημα αναγκάζεται άρον-άρον να τερματίσει τον κύκλο ζωής του. Αυτή τη βιαιότητα κρατάω από το ντοκιμαντέρ. Αυτός ο επιβαλλόμενος εξευγενισμός μιας ολόκληρης γειτονιάς, που αποφασίστηκε να αλλάξει πρόσωπο, ήταν για εμένα ράπισμα.
Σαφώς και κάθε πόλη αλλάζει, σίγουρα τίποτε δεν μένει στατικό, ούτε μπορεί μια ολόκληρη πόλη να είναι αρχαιολογικός χώρος, και τίποτε να μην αλλάζει, αλλά στην παλιά πόλη της Λευκωσίας –και όχι μόνο– όλα αλλάζουν τόσο άγαρμπα, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς πλάνο, αλλάζει γιατί απλώς κάποιοι μπορούν να την αλλάξουν προς ίδιον όφελος, και τη μετατρέπουν σε μουσείο, ως χώρο για επισκέπτες και φιλοξενούμενους. Απογυμνώνεται η πόλη από κατοίκους, ξένους, ντόπιους και εξωγήινους.
Το ντοκιμαντέρ «Όταν σιγούν τα χελιδόνια» μού θύμισε κάτι που είχα γράψει το 2022: «Επιμένω, πως κάτι δεν μου κολλάει στην όλη ιστορία, διότι όταν θέλουμε να κάνουμε την περιοχή της Φανερωμένης πανεπιστημιακό κέντρο, την πλατεία της Παλιάς Αγοράς κέντρο καινοτομίας και τις γύρω περιοχές φοιτητικά υπνωτήρια και cozy διαμερίσματα για πολύ κατέχοντες, σε τι αποσκοπούμε;» και πάλι αυτό που είχα γράψει ακόμη πιο παλιά, τον Απρίλιο του 2021: «Καλό θα είναι, λοιπόν, η δημοτική αρχή [σ.σ. η τότε] να αρχίσει το gentrification της παλιάς πόλης, παρουσιάζοντας στους δημότες της τις μελέτες αστικής βιωσιμότητας που έχει εκπονήσει, ώστε να αισθανθούν οι νυν κάτοικοί της ότι δεν θα οδηγηθούν μεσομακροπρόθεσμα σε εκδίωξη. Να δείξουν στους Λευκωσιάτες οι δημοτικές αρχές πώς θέλουν την πόλη μετά από μια δεκαετία, όταν θα ανοίξουν τα οδοφράγματα και όταν οι ανάγκες θα είναι διαφορετικές».
Ακόμα έχω τις ίδιες απορίες και η παλιά πόλη ολοένα και εξευγενίζεται…