Του Σταύρου Χριστοδούλου
Κάπου το διάβασα σε ένα τίτλο: 4.000 ευρώ το κεφάλι. Για όσους ενδεχομένως αναρωτιούνται ποιο είναι το αντίτιμο της ανθρώπινης ζωής. Με μια εξίσου σημαντική «υποσημείωση»: ότι το πρώτο εξάμηνο του 2023 ο αριθμός των μεταναστών που αγνοούνται στη Μεσόγειο ανέρχεται σε 1.166 άτομα, εκ των οποίων τα 72 είναι παιδιά.
Τα ρεπορτάζ κάνουν την τομή αυτής της τραγωδίας με αφορμή τα όσα συγκλονιστικά παρακολουθήσαμε τις τελευταίες ημέρες στα ανοιχτά της Πύλου. Αλιευτικά σκάφη έχουν ως αφετηρία τρία σημεία στις ακτές της Λιβύης με προορισμό την Ιταλία. Σε αυτά τα σαπιοκάραβα στοιβάζονται συνήθως από 400 έως 750 άτομα. Οι άνθρωποι κρέμονται σαν τσαμπιά, αξιοποιώντας και την τελευταία ίντσα ελεύθερου χώρου. Ακόμα και κάτω στ’ αμπάρια. Ό,τι συνέβη δηλαδή και στο αλιευτικό της Πύλου όπου γυναίκες και παιδιά στοιβάχτηκαν στον χώρο όπου βρίσκονται οι μηχανές. Όπως κατήγγειλε η βραβευμένη ακτιβίστρια Ναουάλ Σουφί, «μετανάστες που επέβαιναν σε σκάφος φορτωμένο με 750 άτομα επικοινώνησαν μαζί μου και μου μίλησαν για την κατάστασή τους. Μετά από πέντε ημέρες ταξιδιού, το νερό είχε τελειώσει, ο καπετάνιος του πλοίου τούς είχε εγκαταλείψει στην ανοιχτή θάλασσα και υπήρχαν επίσης έξι πτώματα στο σκάφος». Δυστυχώς δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο. Τα υπερφορτωμένα σκάφη ταξιδεύουν προς τις ιταλικές ακτές και τα κέρδη, σε καθένα από αυτά τα δρομολόγια θανάτου, υπολογίζονται γύρω στα 2-3 εκατομμύρια ευρώ.
Σε πολλές περιπτώσεις, η αποτίμηση αυτού του χυδαίου εμπορίου καταλήγει σε μακελειό. Στην πρόσφατη τραγωδία, ως την Πέμπτη τουλάχιστον, μετράγαμε 78 νεκρούς και 104 διασωθέντες. Το αλιευτικό ήταν φορτωμένο με περίπου 700 μετανάστες. Αν κάνουμε τη μαθηματική πράξη ο αριθμός που προκύπτει είναι εκατοντάδες απελπισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι προστίθενται στη μακρά λίστα των αγνοουμένων. Στα όσα συνταρακτικά βιώσαμε τις τελευταίες ημέρες, το πρωτοσέλιδο της γαλλικής Liberation άφησε ένα ευδιάκριτο αποτύπωμα. «Ο τάφος τους» έγραψε η εφημερίδα πάνω σε ένα κομμάτι θάλασσας. Εξίσου ευθύβολο, όμως, ήταν και το κείμενο: «Πόσο ακόμα θα δεχόμαστε να πνίγονται παιδιά, γυναίκες και άνδρες που προσπαθούν, με κάθε κόστος, να ξεφύγουν από την πείνα, τη δυστυχία και τη βία για να βρουν καταφύγιο στην Ευρώπη; Πώς μπορούμε ακόμα, όταν κοιτάμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη κάθε πρωί χωρίς να ανατριχιάζουμε, να επιμένουμε να διπλοκλείνουμε τα σύνορα της Ευρώπης, όταν ξέρουμε ότι ακριβώς αυτό το κλείσιμο είναι που παρακινεί τους μετανάστες να παρακάμπτουν το εμπόδιο και να παίρνουν τις πιο επικίνδυνες διαδρομές; Πώς μπορούμε να φανταστούμε ότι στερούμε από άλλους ανθρώπους, ξένους, μια καλύτερη ζωή, όταν όλοι μας είμαστε προϊόντα προηγούμενων μεταναστεύσεων και οι περισσότεροι πρόγονοί μας έδωσαν τις ίδιες μάχες; Πώς μπορούμε ακόμα να εμποδίζουμε άνδρες και γυναίκες να έρθουν να εργαστούν στο έδαφός μας, όταν συνεχώς θρηνούμε για την έλλειψη προσωπικού σε νοσοκομεία, βρεφονηπιακούς σταθμούς, σχολεία, εταιρείες μεταφορών, εστιατόρια, αρτοποιεία κ.ο.κ.; Η τραγωδία στην Πελοπόννησο είναι ανείπωτη: εκατοντάδες άνθρωποι σε ένα αλιευτικό σκάφος, από τους οποίους ζητήθηκε να βγάλουν τα σωσίβιά τους για να στριμωχτούν ακόμη περισσότερο, εγκαταλείπουν τη Συρία, το Αφγανιστάν και τη Λιβύη με φόβο, χωρίς εναλλακτική λύση. Είναι καιρός να αλλάξουμε μυαλά, αν όχι για ανθρωπιστικούς λόγους, τουλάχιστον για ένα ζήτημα κοινής λογικής: η πολιτική μας να μην υποδεχόμαστε τους μετανάστες, δεν αποδίδει. Δεν αποτρέπει τους επίδοξους μετανάστες να δοκιμάσουν την τύχη τους στην Ευρώπη. Τους σκοτώνει».
Δεν πρόκειται ούτε για συναισθηματολογία κι ούτε βεβαίως για ανεύθυνη προπαγάνδα υπέρ των ανοιχτών συνόρων. Αλλά για μια πολιτική τοποθέτηση με ενσυναίσθηση. Πρόκειται άλλωστε για το κορυφαίο ζήτημα στην ευρωπαϊκή ατζέντα, το οποίο δοκιμάζει τον ανθρωπισμό και την αλληλεγγύη μας προς αυτούς που υποφέρουν. Οι πολιτικές προθέσεις, βεβαίως, όπως πάντα, κρίνονται επί του εδάφους. Γι’ αυτό και είναι καλοδεχούμενη η πρόσφατη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τη δημιουργία υφυπουργείου Μετανάστευσης. Ώστε να διασφαλισθεί «η παροχή προστασίας στους νομίμως δικαιούχους, στο πλαίσιο των διεθνών και ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της Δημοκρατίας, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα» διαβάζουμε. Ας ελπίσουμε να μην αποδειχτεί ευχολόγιο.