
Του Σταύρου Χριστοδούλου
Σκεφτήκατε ποτέ γιατί ακούμπησε τόσους πολλούς, από διαφορετικές γενιές, ανθρώπους το ποίημα της Νεσέ Γιασίν «Η δική μου η πατρίδα»; Οι στίχοι είναι σχεδόν απλοϊκοί… «Λένε πως ο άνθρωπος πρέπει την πατρίδα ν’ αγαπά. Έτσι λέει κι ο πατέρας μου συχνά». Δεκαοκτώ ετών ήταν άλλωστε όταν τους έγραψε. Μόλις τρία χρόνια μετά το τρομακτικό καλοκαίρι του 1974… «Η δική μου η πατρίδα έχει μοιραστεί στα δυο. Ποιο από τα δυο κομμάτια πρέπει ν’ αγαπώ». Απλά τα λόγια, αλλά σύνθετα τα συναισθήματα. Γιατί πίσω από τους στίχους χάσκει ανοιχτό το τραύμα ακόμα και τώρα. Μισό αιώνα μετά. Που η Γιασίν προχώρησε κι έγινε πια μια ώριμη καταξιωμένη ποιήτρια. Κι όλοι εμείς –εμείς που τραγουδήσαμε το ποίημά της με τη μελωδία του Μάριου Τόκα– ακόμα κι αν γκριζάραμε παραμένουμε με το ένα πόδι μετέωρο πάνω από τον γκρεμό της Ιστορίας.
Είναι φανερό γιατί το ποίημα αυτό άγγιξε βαθιά τους Κύπριους και στις δύο πλευρές της πράσινης γραμμής. Αυτούς τους Κύπριους τουλάχιστον που συνεχίζουν, ρομαντικά έστω, να επιθυμούν την επανένωση. Είναι γιατί εκφράζει με τον πιο αφτιασίδωτο τρόπο τον πόθο να ενωθεί ξανά ο τόπος μας. Πολιτικά ομιλώντας, με διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, όχι γιατί είναι η ιδανική λύση αλλά επειδή δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο. Οποιαδήποτε άλλη ρεαλιστική φόρμουλα λύσης. Αν υπήρχε, εξάλλου, υποθέτω κάποιος απ’ όλους αυτούς που κραδαίνουν το πατριδόμετρο τόσα χρόνια θα μας το έλεγε. Όμως κανείς, από το ΕΛΑΜ μέχρι την ΕΔΕΚ, δεν καταθέτει μια πρόταση που να εμπεριέχει ψήγματα ρεαλισμού. Ο λόγος τους στην καλύτερη των περιπτώσεων είναι ένα κράμα ευσεβοποθισμού και ουτοπίας. Στη χειρότερη, είναι ένας παραληρηματικός λόγος που ξεχειλίζει εθνικιστικές κορώνες και αφορισμούς.
Όλοι αυτοί, οι εκ του ασφαλούς υπερπατριώτες που συνεχίζουν τον ανένδοτο από τη βολή του σαλονιού τους, δεν υπολογίζουν τον νούμερο ένα εχθρό: τον οδοστρωτήρα χρόνο. Θα επικαλεστώ μια προσωπική εμπειρία, η οποία είναι πιστεύω χαρακτηριστική του τι ακριβώς βιώνουμε ως λαός, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Το μυθιστόρημά μου «Τρεις σκάλες Ιστορία» θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο από μια μεγάλη εταιρεία παραγωγής στην Ελλάδα («Υπάρχω», «Φόνισσα» κ.ά.). Πέρυσι, λοιπόν, όταν άρχισαν να δουλεύουν το project, ήρθαν στην Κύπρο ο παραγωγός και η σεναριογράφος. Τους είχα πει ότι έπρεπε να πάμε στη Λάπηθο όπου εκτυλίσσεται μεγάλο μέρος του βιβλίου (μια ιστορία βιασμού εγκλωβισμένης μετά την τουρκική εισβολή). Εγώ είχα να πάω στα κατεχόμενα από το 2017, όταν έκανα την έρευνα για το βιβλίο. Πόσα να άλλαζαν μέσα σε επτά χρόνια; Πιστέψτε με πολλά. Τόσα πολλά, που δεν μπορούσα να προσανατολιστώ, όταν βγήκαμε στον παραλιακό δρόμο δυτικά της Κερύνειας. Όταν φτάσαμε στη Λάπηθο ένιωσα ένα μούδιασμα γι’ αυτό που αντίκρισα. Έχτισαν τα πάντα. Κι όχι μόνο αλλοίωσαν τον χαρακτήρα του χωριού, αλλά δύσκολα πλέον μπορείς ν’ αναγνωρίσεις εικόνες από τα προπολεμικά χρόνια – τα περβόλια ιδιαίτερα ώς κάτω στη θάλασσα. Τα λέω αυτά γνωρίζοντας πως δεν προσθέτω κάποια νέα πληροφορία σ’ αυτά που ήδη γνωρίζουμε. Ο κάμπος από τη Λευκωσία ώς τον Πενταδάκτυλο έχει κτιστεί επίσης – τζαμιά, πανεπιστήμια, οικισμοί, ό,τι μπορεί να βάλει ο νους. Ο οικοδομικός οργασμός απλώνεται σε όλη την κατεχόμενη Κύπρο, η οποία δεν έχει μόνο μοιραστεί στα δυο και δεν ξέρουμε ποιο κομμάτι πρέπει ν’ αγαπάμε. Αλλά είναι που δεν την αναγνωρίζουμε πια, καθώς ο χρόνος αποδεικνύεται αμείλικτος.
Υγ. Όσοι αναρωτιέστε ποιο ήταν το ερέθισμα γι’ αυτές τις σκέψεις, αναζητήστε την αιτία στην υστερία που προκάλεσε η εκδρομή μαθητών στα κατεχόμενα κάτω από την «ομπρέλα» του προγράμματος επαναπροσέγγισης «Imagine». Τον χορό έσυρε πρώτο το ΕΛΑΜ, αλλά βεβαίως ακολούθησε πρόθυμα η ΕΔΕΚ και οι συνήθεις ύποπτοι που ολοφύρονται στα εθνικιστικά μετερίζια. Κι επειδή δεν γίνεται να λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή, ο πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας και Πολιτισμού Παύλος Μυλωνάς ανακοίνωσε ότι οι βουλευτές μας θα συζητήσουν το πρόγραμμα «Imagine» τον Μάρτιο. Σε δουλειά να βρισκόμαστε δηλαδή, ως συνήθως.