
Του Σταύρου Χριστοδούλου
Σε ποιους απευθυνόταν στο διάγγελμά του ο Προέδρος της Δημοκρατίας πριν από τη διακαναλική; Αν θεωρήσουμε ως αυτονόητη απάντηση, «στους πολίτες», αξίζει να αναρωτηθούμε πόσοι κατάφεραν να τον παρακολουθήσουν. Να κατανοήσουν δηλαδή βασικές πληροφορίες ώστε να διαμορφώσουν δική τους άποψη. Τολμώ να πω ότι ελάχιστοι είχαν τη δυνατότητα να συγκρατήσουν τα βασικά έστω. Γιατί επρόκειτο για έναν καταιγισμό επιτευγμάτων που στο σύνολό τους συνοδεύονταν από πακτωλό εκατομμυρίων. Αυτό που αποκόμισε εντέλει ο ζαλισμένος τηλεθεατής ήταν μια αυτοαναφορική ομιλία κατά την οποία ο Πρόεδρος θριαμβολογούσε. Ξεκινάω απ’ αυτό, γιατί τόσο το ύφος όσο και το περιεχόμενο της εισαγωγικής ομιλίας εμπεριέχουν το πρόβλημα της κακής εικόνας της κυβέρνησης που αναδείχτηκε μέσα από την έρευνα της Prime για το Sigma δύο μέρες πριν.
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης όχι απλώς γνώριζε για την έρευνα, αλλά δικαίως προβληματίστηκε για τα ευρήματά της. Αυτή θα έπρεπε να είναι η αφετηρία του, όταν απευθυνόταν στον λαό. Να βρει έναν τρόπο να απαντήσει στις ανησυχίες, στον θυμό, γιατί όχι και στην απαξίωση που εκφράζει η κοινή γνώμη. Αυτό δεν γίνεται σίγουρα με την παράθεση αριθμών. Αν το ζητούμενο είναι να πειστούν οι πολίτες, το πρώτο που χρειάζεται είναι ενσυναίσθηση. Να μην ήταν ο λόγος του ξύλινος αφενός και αφετέρου να δείξει πως κατανοεί γιατί η κοινωνία δυσφορεί ενώ οι αριθμοί ευημερούν. Δεν πρόκειται ούτε για γκρίνια πάντως, ούτε για εκδικητικότητα. Όταν φτάνει το τέλος του μήνα κι ένα νοικοκυριό με μεσαία οικονομικά δεν βγαίνει, το τελευταίο που νοιάζει τους ανθρώπους είναι ν’ αντιπολιτευτούν την κυβέρνηση. Όταν κάποιος ζορίζεται να διατηρήσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής, σκασίλα του οι μακροοικονομικοί δείκτες και οι αναβαθμίσεις της οικονομίας. Όποιος βιαστεί να το βαφτίσει λαϊκισμό, ας σκεφτεί πως μπορεί να είναι απλώς ένας άλλος κόσμος. Ένας παράλληλος κόσμος από αυτόν των κυβερνητικών συμβούλων που έχουν αναγάγει σε πανάκεια τους αριθμούς.
Η τελευταία δημοσκόπηση έπρεπε να κτυπήσει καμπανάκι στην κυβέρνηση. Όχι μόνο επειδή η εικόνα του Προέδρου βρίσκεται στο ναδίρ, αλλά κυρίως για το γεγονός ότι αυτοί που τον πίστεψαν τον εγκαταλείπουν. Αν όλα πάνε τόσο καλά, όσο λένε οι αριθμοί που ακούσαμε στο προεδρικό διάγγελμα, τότε γιατί το 48% των ερωτηθέντων που ψήφισαν Χριστοδουλίδη το 2023 δηλώνουν πως δεν πρέπει να επανεκλεγεί; Από κάποιου είδους μαζοχισμό ή επειδή απογοητεύτηκαν; Προφανώς και η αιτία είναι η απογοήτευση.
Το εύκολο βεβαίως είναι να μηδενίζει κανείς. Το δύσκολο και σαφώς πιο παραγωγικό είναι η ισορροπία ανάμεσα στα θετικά και την απογοήτευση. Γιατί η κυβέρνηση βεβαίως πιστώνεται και με θετικό έργο – από τη μείωση του ΦΠΑ στο ρεύμα και τα επιτεύγματα στην εξωτερική πολιτική, μέχρι την αποτελεσματική διαχείριση του μεταναστευτικού και τη δρομολόγηση σημαντικών ζητημάτων που χρόνιζαν. Όλα αυτά όμως δεν ισοφαρίζουν την απογοήτευση που αισθάνονται οι πολίτες για τα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Χριστοδουλίδη. Ο Πρόεδρος δήλωσε με παρρησία «έχουμε πολύ ψηλά τον πήχη και περνάμε από πάνω». Διαπίστωση με την οποία προφανώς δεν συμφωνούν οι πολίτες οι οποίοι έχουν μνήμη και θυμούνται: το φιάσκο των διορισμών, την ακύρωση των προεκλογικών δεσμεύσεων όπως π.χ. οι 24.500 αφορολόγητου ή ακόμα χειρότερα τις ατελέσφορες πολιτικές όπως το κορυφαίο θέμα των φωτοβολταϊκών.
Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπρεπε να επιλέξει άλλο ύφος και άλλο περιεχόμενο στην εισαγωγική του ομιλία. Αν ήθελε η διακαναλική να είναι ουσιαστική, έπρεπε να κοιτάξει τους πολίτες και να τους μιλήσει τη γλώσσα της αλήθειας. Να αναγνωρίσει τις παθογένειες και να παρουσιάσει ένα πειστικό πλάνο ενεργειών για την αντιμετώπισή τους. Κυρίως, όμως, να πείσει ότι αντιλαμβάνεται πως εκεί έξω υπάρχει μια κοινωνική πραγματικότητα η οποία είναι βραχνάς για χιλιάδες συμπολίτες μας. Κάποια στοιχεία λέχθηκαν στις παρεμβάσεις των δημοσιογράφων – όπως π.χ. το 16% των πολιτών που βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχιας. Αυτούς δεν τους έπεισε το βράδυ της Τετάρτης ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης. Δυστυχώς όμως για κείνον, όχι μόνο αυτούς.