Του Σταύρου Χριστοδούλου
Εχουμε καεί από τις δημοσκοπήσεις – και εμείς ως «κοινό», αλλά και οι ίδιοι οι δημοσκόποι. Αν μας έμαθε κάτι λοιπόν το ένοχο παρελθόν είναι πρώτον, να μην παίρνουμε τοις μετρητοίς ό,τι μας σερβίρουν. Και δεύτερο, να μετράμε σοβαρά όχι μόνο ποιος «σερβίρει» τι, αλλά και ποιος το παράγγειλε. Τα λέω αυτά γιατί τον τελευταίο καιρό με ευκολία βαφτίζονται «δημοσκοπήσεις» διάφορα γκάλοπ αμφιβόλου επιστημονικής τεκμηρίωσης. Ιδιαίτερα κάποιες διαδικτυακές έρευνες που δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός για να καταλάβεις ότι μπάζουν από παντού. Με μη αξιόπιστο δείγμα (το οποίο στην καλύτερη των περιπτώσεων «χαρτογραφεί» την κομματική προέλευση του κοινού που ακολουθεί το Μέσο που δημοσιεύει την έρευνα) και αναξιόπιστα εργαλεία (το ίδιο άτομο απαντά από διαφορετικό laptop, κινητό ή tablet στη λογική των γκάλοπ των social media). Εξίσου σημαντικό με την αξιοπιστία της εταιρείας που διενεργεί την έρευνα είναι και η φερεγγυότητα του Μέσου που τη φιλοξενεί. Ο τόπος άλλωστε είναι μικρός και γνωριζόμαστε.
Λαμβάνοντας όλα αυτά υπ’ όψιν, θεωρώ ότι έχει ακόμα μεγαλύτερη αξία η πρόσφατη έρευνα της Rai Consultants για τον Alpha Κύπρου. Πρόκειται για εταιρεία που έχει καταγράψει πολλά χιλιόμετρα, άρα τα ευρήματα της δημοσκόπησής της μπορούν να αποτελέσουν μια καλή βάση για να κατανοήσουμε το νέο πολιτικό σκηνικό, το οποίο όχι μόνο μοιάζει με τοπίο στην ομίχλη, αλλά χαρακτηρίζεται και από μια πρωτοφανή αστάθεια, σαν να πατούν τα κόμματα σε κινούμενη άμμο. Όταν το 41,9% των ερωτηθέντων απαντούν πως δεν έχουν αποφασίσει τι θα ψήφιζαν αν είχαμε εκλογές την ερχόμενη Κυριακή, είναι φανερό ότι κατέρρευσαν οι παλιές βεβαιότητες. Μπορεί να μην άλλαξε το δίδυμο της κορυφής (ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ με δύο ποσοστιαίες μονάδες διαφορά) αλλά καταγράφεται ένα σαφές προβάδισμα του ΕΛΑΜ έναντι του ΔΗΚΟ, κλειδώνοντας την τρίτη θέση. Απ’ εκεί και πέρα τα ευρήματα, σε επίπεδο κομματικών ποσοστών, έχουν κάποια επιπλέον ενδιαφέροντα στοιχεία: όπως π.χ. η δυναμική του Volt και η εξαφάνιση της ΔΗΠΑ από τον κομματικό χάρτη. Ευρήματα όμως μικρής εντέλει σημασίας, καθώς όταν η ομίχλη καθαρίσει πλησιάζοντας προς τις εκλογές του 2026 πολλά μπορεί να αλλάξουν. Νέα πρόσωπα και σχηματισμοί ενδεχομένως να προκαλέσουν ανατροπές, οι οποίες θα επηρεάσουν τόσο την αποχή όσο και την τύχη των παραδοσιακών κομμάτων.
Εκείνο, πάντως, που βρήκα πιο ενδιαφέρον στην έρευνα δεν έχει να κάνει με τα κομματικά ποσοστά αλλά με κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά, δηλωτικά της εποχής μας. Όπως την απο-ιδεολογικοποίηση του εκλογικού σώματος ή, για να το θέσω αλλιώς, την κατάργηση των παλιών διαχωριστικών γραμμών. Οι ψηφοφόροι μετακινούνται από τα δύο άκρα (αριστερά – δεξιά) προς το κέντρο, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται ότι ευνοούνται κατ’ ανάγκην τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου. Ο τρόπος που αυτοπροσδιορίζονται οι πολίτες υπερβαίνει τις παραδοσιακές γραμμές. Αντί να συσπειρωθούν γύρω από ιδεολογίες, φαίνεται ότι συναντιούνται στη βάση μιας ατζέντας – κεντροαριστερής φιλοσοφίας από τη μια και κεντροδεξιάς από την άλλη. Το έχουμε δει εξάλλου να συμβαίνει στο εξωτερικό (στις εκλογές των ΗΠΑ όπου συγκρούστηκαν δύο «Αμερικές» ή στη Γαλλία όπου η συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων σταμάτησε την επέλαση της Ακροδεξιάς). Φαίνεται λοιπόν ότι και στην Κύπρο αλλάζει η πολιτικο-ιδεολογική κουλτούρα των ψηφοφόρων και τα κόμματα θα κληθούν να επανασυστηθούν στη βάση των ζητούμενων της εποχής μας.
Το πιο ανησυχητικό εύρημα της έρευνας είναι η διαπίστωση ότι μόνο ένας στους δέκα πολίτες εμπιστεύεται πλέον τα κόμματα. Ανησυχητικό όχι μόνο για τα κόμματα, αλλά κυρίως για την ίδια τη δημοκρατία. Αυτή η απαξίωση γεννά τα φαινόμενα του λαϊκισμού – από τον «αντισυστημικό» Φειδία μέχρι τους σύγχρονους Ρομπέν των Δασών που μπαίνουν στην πολιτική για να καθαρίσουν τον στάβλο του Αυγεία. Θέλω να ελπίζω ότι τα μασκαραλίκια του Φειδία στο Ευρωκοινοβούλιο μάς έμαθαν αν μη τι άλλο να κρατάμε πλέον μικρό καλάθι. Αυτό δεικνύει και το ποσοστό που λαμβάνει ο ευρωβουλευτής στην έρευνα της Rai (μόλις 1,5%) επιβεβαιώνοντας τα περί πολιτικού τοπίου-κινούμενης άμμου, που λέγαμε πιο πάνω.