Του Σταύρου Χριστοδούλου
Η πολιτική δεν είναι θεωρητική έννοια. Οι πράξεις, ενίοτε και οι παραλείψεις, των πολιτικών προσώπων τής προσδίδουν περιεχόμενο, γεγονός που καθορίζει εντέλει τα όποια κυβικά τους αναλογούν. Τρεις περιπτώσεις πολιτικών από την τρέχουσα επικαιρότητα μάς δίνουν την ευκαιρία να ζυγίσουμε το ειδικό πολιτικό βάρος των πράξεών τους. Γιατί, σε αντίθεση με άλλους τομείς του δημοσίου βίου, στην πολιτική (ευτυχώς ακόμα) δεν είσαι ό,τι δηλώσεις.
Περίπτωση πρώτη, ο Μάριος Χαρτσιώτης, υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, με αφορμή τη στάση του μετά την απόδραση–κόλαφο του «κομμωτή». Ο οποίος όχι μόνο δεν παραιτήθηκε, αλλά αποφάσισε να παραδώσει και μαθήματα δηλώνοντας το ανεκδιήγητο: «… για μένα πολιτική ευθύνη σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, να συνεχίσω να εντοπίζω αστοχίες, λάθη, προβλήματα και να εγκύψω να τα επιλύω. Και δεύτερον, να δώσω όλες μου τις δυνάμεις για υλοποίηση του συμβολαίου που συνήψε ο κυπριακός λαός με τον πρόεδρο Χριστοδουλίδη…». Είπαμε ας το πάρει το ποτάμι, πλην όμως, ο υπουργός επανήλθε φορτσάτος προ ημερών δηλώνοντας ότι τυχόν παραίτησή του θα ήταν «μία δειλή και εύκολη πράξη που ικανοποιεί τον λαϊκισμό». Είναι προκλητικός ο κύριος Χαρτσιώτης και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά παραδείγματα από τη διεθνή εμπειρία για να υποδείξουμε το αυτονόητο: τι εστί πολιτική ευθιξία σε μια δημοκρατικά ευνομούμενη χώρα. Επειδή ο χώρος δεν μας παίρνει θα αρκεστώ στο παράδειγμα του Κύπρου Χρυσοστομίδη, ο οποίος υπέβαλε την παραίτησή του μετά την απόδραση Κίτα. Με μια «λεπτομέρεια», η οποία δηλώνει την ποιότητα του ανδρός: ο Πρόεδρος αρχικά δεν έκανε δεκτή την παραίτηση, αλλά ο Χρυσοστομίδης την υπέβαλε εκ νέου την επόμενη ημέρα στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου αναγκάζοντας τον Χριστόφια να την αποδεχτεί. Τούτων λεχθέντων, οι συγκρίσεις είναι μοιραίες και το συμπέρασμα για τα πολιτικά κυβικά του νυν υπουργού Δικαιοσύνης αποδίδεται με τη γνωστή ρήση: «Εμετρήθης, εζυγίσθης και ευρέθης ελλιπής».
Περίπτωση δεύτερη, ο Άριστος Δαμιανού, βουλευτής του ΑΚΕΛ και εισηγητής της πρότασης νόμου με σκοπό «την αύξηση των ποινών που προβλέπονται στον ποινικό κώδικα ειδικά για τη διάπραξη του αδικήματος της υποκίνησης βίας ή μίσους λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου». Ένα δύσκολο θέμα που προσκρούει σε προκαταλήψεις και φοβικά σύνδρομα δεκαετιών. Για να το «σηκώσει» κάποιος πρέπει να διαθέτει κυβικά ικανά να αντέξουν το πολιτικό κόστος. Γιατί βεβαίως ο συντηρητισμός, ειδικά σε θέματα που άπτονται του σεξουαλικού προσανατολισμού, διατρέχει τα κόμματα οριζόντια. Αυτός, όμως, πρέπει να είναι ο ρόλος της άσκησης πολιτικής: να μην κρύβονται οι πολιτικοί από τις ευθύνες τους και να ηγούνται της κοινωνίας. «Ως Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΑΚΕΛ, έχουμε διαμορφώσει ένα γενικό σχεδιασμό για εκσυγχρονισμό του ποινικού κώδικα, ειδικότερα σε ό,τι αφορά στην προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών», δήλωσε ο Άριστος Δαμιανού και καταγράφηκε από όσους απαιτούν κάτι περισσότερο από απλή διεκπεραίωση και «business as usual».
Περίπτωση τρίτη, ο Πέδρο Σάντσεθ, σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Ισπανίας. Ο οποίος αποτελεί ζωντανή απόδειξη ότι η πολιτική, ακόμα και σ’ αυτούς τους ζοφερούς καιρούς που ζούμε, μπορεί να διαπνέεται από όραμα. Σύμφωνα με τον Guardian κατέθεσε μια νέα ρηξικέλευθη πρόταση για το μεταναστευτικό κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τους κάθε λογής ρατσιστές τύπου Όρμπαν. «Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, η μετανάστευση υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους μοχλούς ανάπτυξης των εθνών, ενώ το μίσος και η ξενοφοβία ήταν –και συνεχίζουν να είναι– ο μεγαλύτερος καταστροφέας των εθνών», δήλωσε. Και συνέχισε λέγοντας ότι «το κλειδί είναι η σωστή διαχείριση της μετανάστευσης» με δύο τρόπους: 1. Την εγκατάσταση και εργοδότηση μεταναστών καθώς η χώρα του (ως η ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία στην Ευρώπη) έχει ανάγκη από πολλά εργατικά χέρια και 2. Δίνοντας με αυτό τον τρόπο (της ενσωμάτωσης των μεταναστών στον κοινωνικό ιστό) λύση στο οξύ δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ισπανία.
Εν όψει των πιο πάνω, στο διά ταύτα: ο κάθε λαός έχει τους πολιτικούς που του αξίζουν. Καλό είναι να θυμόμαστε δε, ότι η ψήφος παραμένει αυστηρά ατομική ευθύνη.