Του Σταύρου Χριστοδούλου
Είπε κάτι ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης που ήχησε κάπως αλλόκοτα ανάμεσα στις ξύλινες δηλώσεις για την επέτειο της Ανεξαρτησίας: «Αυτή η Δημοκρατία δεν αγαπήθηκε όσο έπρεπε να αγαπηθεί». Έπειτα από δεκαετίες θεσμικών παλινδρομήσεων, προδοσίας και αιματηρών συγκρούσεων, τούτη η παραδοχή είναι ένα πρώτο βήμα. Εκείνο όμως που θα το καθιστούσε ένα αληθινά γενναίο βήμα, θα ήταν εάν υπερέβαινε τις αοριστολογίες κι αν έξυνε τον σκουριασμένο φλοιό της συνείδησής μας. Γιατί εάν θέλουμε να ακριβολογούμε, δεν είναι μόνο η Δημοκρατία που δεν αγαπήθηκε όσο της έπρεπε ν’ αγαπηθεί, αλλά κάτι βαθύτερο. Θα τολμούσα να πω υπαρξιακό, καθώς το θύμα αυτής της συναισθηματικής αναπηρίας είναι η έννοια της πατρίδας.
Για ποια πατρίδα αλήθεια μιλάμε; Να ένα ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε 64 χρόνια μετά την Ανεξαρτησία και μισό αιώνα μετά την καταστροφή που έφερε το πραξικόπημα και η εισβολή. Ο Μιχάλης Πασιαρδής, απ’ το 1976 κιόλας, δεν φοβήθηκε τις αιχμηρές λέξεις: «Εσύ δεν λες τίποτα / μα εγώ θα σου πω γι’ αυτό το νησί / που ήταν όνειρο χτες και θυμάρι κι αμίαντο / και σήμερα ποτάμι οδύνης». Ήρθε η ώρα μάλλον να μιλήσουμε γι’ αυτό το νησί. Και να αποφασίσουμε εάν εννοούμε το ίδιο πράγμα, όταν μιλάμε για τη δική μας πατρίδα. Τη γη μας και τους ανθρώπους μας. Δίχως εθνικές ταμπέλες. Και κυρίως δίχως δεσμά που μας κρατάνε εγκλωβισμένους στο παρελθόν.
Με αυτά κατά νου, θέτω δύο ερωτήματα τα οποία ο πλέον αρμόδιος να απαντήσει είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας. Το πρώτο, με όλο τον σεβασμό στην κυρία Σακελλαροπούλου, είναι τι εξυπηρετούσε η παρουσία της προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας στην παρέλαση της 1ης Οκτωβρίου; Είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνονται οι κυβερνώντες ότι δημιουργείται η εικόνα ενός κράτους υπό κηδεμονία; Ποια είναι η διαφορά δηλαδή από τους αντίστοιχους πανηγυρισμούς στα Κατεχόμενα στην παρουσία του Ερντογάν; Υποθέτω η απάντηση είναι ότι εμείς είμαστε ένα αναγνωρισμένο ανεξάρτητο κράτος. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα ήταν καθόλου κακή ιδέα εάν αρχίζαμε επιτέλους να συμπεριφερόμαστε ως τέτοιο. Όσοι διαβλέπουν δε «αριστερό δάχτυλο» σε όλα αυτά, δεν έχουν παρά να θυμηθούν τη θαρραλέα δήλωση του Νίκου Αναστασιάδη το 2015: «… κάποια στιγμή, όπως μετά την καταστροφή του ’74, έχουμε απεξαρτητοποιηθεί και ανεξαρτητοποιηθεί και λειτουργούμε επιτέλους ως κράτος. Κατά τον ίδιο τρόπο να επιτευχθεί και η αποκοπή του ομφάλιου λώρου με την όποια άλλη πατρίδα. Βεβαίως σεβόμαστε την εθνική μας καταγωγή, αλλά τουλάχιστον θα εργαζόμαστε μαζί ως συμπολίτες, ως κάτοικοι αυτής της νήσου που ο Θεός μας ευλόγησε να ζούμε εδώ».
Το δεύτερο ερώτημα αφορά στη σύλληψη των ακτιβιστών Γιώργου Τάττη και Οζ Καραχάν με αφορμή την ανάρτηση του συνθήματος: «Κυπριακή Δημοκρατία: Η μόνη λύση». Από πού κι ώς πού είναι μεμπτή η αντίληψη ενός ελεύθερα σκεπτόμενου πολίτη για την πατρίδα του; Και τι δουλειά έχουν οι ζαπτιέδες πάνω από τα κεφάλια μας, εν έτει 2024, όταν διαδηλώνουμε για τα πιστεύω μας; Αν θέλουμε αυτή η Δημοκρατία να αγαπηθεί όσο της πρέπει, τότε οφείλουμε να ξεκινήσουμε από την άλφα-βήτα: το δικαίωμα να εκφραζόμαστε και να αυτοπροσδιοριζόμαστε ελεύθερα. Γιατί η δημοκρατία δεν είναι αλά καρτ. Και αν κάποιος θέλει να σηκώσει πανό για τη διζωνική ομοσπονδία ή για το ενιαίο κράτος έχει δικαίωμα να το κάνει χωρίς την άδεια των αστυνομικών αρχών.
Κάπως τα έχουμε μπερδέψει νομίζω ή δεν θέλουμε να τα ξεμπερδέψουμε γιατί πολλοί βολεύονται μ’ αυτό… Και ανεξάρτητο κράτος και ν’ ανεμίζουν οι ελληνικές σημαίες στους δρόμους. Και κοσμικό κράτος και να επιδίδει η εκτελεστική εξουσία διαπιστευτήρια στην Εκκλησία. Δεν γίνεται όμως να τα θέλουμε όλα. Και δεν γίνεται να μην ξέρουμε για ποια πατρίδα μιλάμε όταν –όπως σκληρά γράφει ο Φικρέτ Ντεμιράγ– «σάμπως να πέρασε από πάνω μας / ένα άγριο ποτάμι / κι άφησε μες στο μυαλό μας / το βουητό και τα σημάδια του / ενώ τρέχει ακόμη / με τα νερά του γεμάτα αίμα».