Του Σταύρου Χριστοδούλου
Δεν ήταν μια καλή χρονιά το 2024. Κι όχι μόνο για τα μέτωπα των πολέμων που αφάνισαν χιλιάδες αμάχους, με τον ένα μάλιστα να μαίνεται στην πίσω αυλή μας. Δεν ήταν μια καλή χρονιά επειδή φέτος ειδικά βρεθήκαμε σε μια δίνη όπου και οι πλέον αισιόδοξοι συνειδητοποίησαν ότι ο πλανήτης αλλάζει δέρμα. Έχει συμβεί ξανά στο παρελθόν –την περίοδο του μεσοπολέμου για παράδειγμα– κι απ’ ό,τι φαίνεται η Ιστορία επαναλαμβάνεται, όχι ως φάρσα, αλλά ως απειλή για τα δημοκρατικά θέσμια.
Υπάρχει πλέον μια ξεκάθαρη στροφή προς τον συντηρητισμό, με αιχμή του δόρατος την ξενοφοβία. Στην Ευρώπη, ο Βίκτορ Όρμπαν δεν αισθάνεται πλέον πολιτική μοναξιά όπως πριν κάποια χρόνια. Η ακροδεξιά απέκτησε σοβαρά ερείσματα στην Ολλανδία, τη Φινλανδία, τη Σλοβακία και την Κροατία. Χωρίς να ξεχνάμε τον Χέρμπερτ Κικλ που συμπληρώνει το εθνικιστικό προφίλ της πάλαι ποτέ Αυστροουγγαρίας και βεβαίως τη Μαρί Λεπέν που παραμένει εμβληματική προσωπικότητα του ακραίου συντηρητισμού στη Γαλλία. Το ευρωπαϊκό πάζλ συμπληρώνει η Τζόρτζια Μελόνι, η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση καθώς προχώρησε ένα βήμα πάρα πέρα επιχειρώντας τη λεγόμενη «κανονικοποίηση». Το ιταλικό παράδειγμα δείχνει τον δρόμο προς μια ακροδεξιά η οποία δεν χρειάζεται να επιβάλει τις ιδέες της με σιδηρολοστούς. Η αποτυχία της Χρυσής Αυγής άλλωστε δίδαξε ότι το μίσος προς το διαφορετικό και ο φόβος προς το καινούργιο αποδίδουν καλύτερα εάν προσαρμοστούν στην ιδιοσυγκρασία της μεσαίας τάξης. Αυτή είναι η έννοια της «κανονικότητας», να προτάσσεις αξίες του «παλιού κόσμου» –πατρίς, θρησκεία, οικογένεια– δηλητηριάζοντας τα μυαλά των πολιτών χωρίς να σκάει μύτη.
Εάν πάντως κάποιοι ήλπιζαν ότι τα πιο πάνω αποτελούν «μεμονωμένα ευρωπαϊκά κρούσματα», οι πρόσφατες εκλογές στις ΗΠΑ γκρέμισαν και τις τελευταίες ψευδαισθήσεις. Η σαρωτική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ δεν σηματοδοτεί μονάχα τη θεαματική στροφή προς τον συντηρητισμό, αλλά συμβολίζει και τον θρίαμβο του λαϊκισμού. Με μια σημαντική παράμετρο, η οποία δίνει και τον τόνο της νέας εποχής: την επικυριαρχία των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Το πρόσωπο που δεσπόζει, εξάλλου, στο παγκόσμιο πολιτικό κάδρο σήμερα δεν είναι ο Τραμπ κι ούτε φυσικά οι Ευρωπαίοι δορυφόροι του. Αλλά ο πιο πλούσιος άνθρωπος του πλανήτη, ElonMusk, ο οποίος δεν επηρεάζει μόνο τις χρηματιστηριακές τιμές, αλλά καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις. Με πάνω από 208 εκατομμύρια να τον ακολουθούν στο Χ, ο άρχοντας της ψηφιακής τεχνολογίας, κέρδισε μια περίοπτη θέση στη διακυβέρνηση Τραμπ, αλλά οι φιλοδοξίες του φαίνεται ότι δεν σταματούν εκεί. Η πρόσφατη δήλωσή του («Μόνο το AfD μπορεί να σώσει τη Γερμανία») ήταν ένα σαφές μήνυμα ότι ενδιαφέρεται η επιδραστικότητά του να επηρεάσει και την Ευρώπη. Η κίνησή του να μοιραστεί στο Χ το βίντεο κλιπ της Γερμανίδας ακροδεξιάς ακτιβίστριας του AfD Ναόμι Σέιμπτ, η οποία διαδίδει θεωρίες συνωμοσίας, προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις από πολιτικές δυνάμεις στη Γερμανία που τη θεώρησαν «απειλή για τη δημοκρατία». Η στήριξη του Μασκ στην Ακροδεξιά, μοιραία συνδέεται και με την άλλη παρέμβασή του, αυτή τη φορά στις εσωτερικές εξελίξεις της Μεγάλης Βρετανίας. Πρόσφατα, ο ισχυρός άνδρας του Χ και της Tesla, συναντήθηκε με τον Βρετανό ακροδεξιό ηγέτη του κόμματος Reform UK και του υποσχέθηκε χρηματοδότηση 100 εκατομμυρίων δολαρίων.
Για να σχηματιστεί η μεγάλη εικόνα δεν έχουμε παρά να ενώσουμε τις τελίτσες: Τραμπ - Μασκ - Φάρατζ - Ακροδεξιά, με όλα τα ευρωπαϊκά της παρακλάδια. Αυτά σε ό,τι αφορά την επιφάνεια. Γιατί το πιο ανησυχητικό βρίσκεται από κάτω, στο κοινωνικό υπέδαφος, όπου κοχλάζει ο θυμός. Ένας πρωτόγνωρος θυμός που εκφράζεται ως απαξίωση προς το Σύστημα. Κάπως έτσι ξεφυτρώνουν μέσα από το πλήθος πρόσωπα τα οποία διεκδικούν να εκπροσωπήσουν τον λαό χωρίς καμία γνώση για τους βασικούς πυλώνες της πολιτικής. Πρόσωπα γενικώς και αορίστως δημοφιλή, που γεννήθηκαν και γιγαντώθηκαν μέσα από ψηφιακές πλατφόρμες όπως το Χ ή το TikTok. O νικητής των ρουμάνικων εκλογών π.χ., φιλορώσος υπερεθνικιστής Calin Georgescu, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα για το δυσοίωνο πολιτικό μέλλον που απλώνεται μπροστά μας.