Του Σταύρου Χριστοδούλου
Μοιάζει τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι ένα τριήμερο ταξίδι είναι αρκετό για να κατανοήσει μια ξένη πόλη. Η πραγματικότητα εκεί έξω είναι πολύ πιο σύνθετη από ό,τι μπορεί να περιλαμβάνει το πρόγραμμα ενός τουρίστα. Αυτό ισχύει παντού, πόσο μάλλον σε χώρες όπως το Ισραήλ με ιστορικό εσωτερικών συγκρούσεων. Απ’ την άλλη, αν είσαι αρκετά υποψιασμένος κι αν διαθέτεις το προσόν της φυσικής περιέργειας, τρεις ημέρες είναι αρκετές για να διαμορφώσεις μια πρώτη άποψη. Για τα βασικά τουλάχιστον. Και να κάνεις συγκρίσεις με την πραγματικότητα της δικής σου χώρας, η οποία χιλιομετρικά δεν είναι τόσο μακριά, αλλά κοινωνικά απέχει παρασάγγας.
Το Τελ Αβίβ είναι μια όμορφη παραλιακή πόλη, η οποία χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια. Αυτό και μόνο αποτελεί ένα καλό πάτημα για να αισθανθείς οικεία. Όσο οικείες είναι οι γεύσεις, οι μουσικές, ακόμα και οι φυσιογνωμίες των ντόπιων. Κάπου εδώ όμως σταματούν οι ομοιότητες με τη Λευκωσία. Επιλέγω επίτηδες την πόλη μου, γιατί σκέφτομαι ότι είναι πιο δίκαιο να συγκρίνουμε όμοια πράγματα. Πρωτεύουσα με πρωτεύουσα. Νοοτροπίες ανθρώπων εδώ και νοοτροπίες ανθρώπων εκεί. Το Τελ Αβίβ, μια βδομάδα πριν από το Gay Pride, ήταν «ντυμένο» με τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το εντυπωσιακό όμως δεν ήταν οι σημαίες που ανέμιζαν στα κτίρια αλλά η αίσθηση ότι όλη η πόλη συμμετείχε σε μια γιορτή. Ανοιχτά μυαλά, ανοχή στη διαφορετικότητα και εξωστρέφεια, ένα κράμα που δημιουργεί μια αίσθηση ελευθερίας.
Όταν επισκέφθηκα το Σάββατο το Μουσείο Τέχνης του Τελ Αβίβ και βρέθηκα ανάμεσα σε εκατοντάδες μικρά παιδιά, σκεφτόμουν πως τίποτε τελικά δεν είναι τυχαίο. Ήταν υπέροχο να βλέπεις όλα εκείνα τα πιτσιρίκια να ανακαλύπτουν ψαχουλευτά τη μοντέρνα τέχνη με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό. Δεν έχει σημασία τι καταλάβαιναν. Σημασία έχει ότι οι γονείς τους αντί να τα ξεφορτωθούν με ένα tablet, τα ρίχνουν στα βαθιά για να γνωρίσουν νέους κόσμους. Έτσι δημιουργούνται οι ελεύθερες συνειδήσεις. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται μια κοινωνία πολιτών που δεν φοβάται το διαφορετικό, που προβληματίζεται, που αντιστέκεται στα νεοσυντηρητικά φαινόμενα των καιρών.
Δεν θεωρώ καθόλου τυχαίο ότι την ίδια ημέρα, το απόγευμα, βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα σ’ ένα ανθρώπινο ποτάμι που καθώς πέρναγε η ώρα φούσκωνε πιο πολύ. Ομολογώ πως είχα ξεχάσει τις διαδηλώσεις κατά της μεταρρύθμισης του δικαστικού συστήματος με ενορχηστρωτή τον Νετανιάχου. Το περασμένο Σάββατο ήταν το 22ο στη σειρά από τότε που ξεκίνησαν οι αντιδράσεις οι οποίες έχουν πάρει τη μορφή λαϊκής εξέγερσης. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στους δρόμους, κρατώντας σημαίες της χώρας τους, διαδηλώνουν για τη δημοκρατία. Γι’ αυτό σκέφτηκα τον τίτλο «οι μοιραίες συγκρίσεις». Γιατί όσο και να προσπάθησα να το «διαβάσω» σαν την πραγματικότητα μιας ξένης χώρας, δεν τα κατάφερα.
Ο λόγος είναι γιατί, είτε το θέλουμε είτε όχι, το Τελ Αβίβ βρίσκεται στη γειτονιά μας. Δεν βρέθηκα ξαφνικά στο Όσλο ή τη Νέα Υόρκη ώστε να παραμυθιάζω τον εαυτό μου για το χάσμα που χωρίζει την κουλτούρα μας. Το Τελ Αβίβ είναι Μέση Ανατολή. Όταν λοιπόν στη Μέση Ανατολή αναπνέεις αυτόν τον αέρα ελευθερίας, μοιραία σκέφτεσαι: γιατί όχι κι εδώ. Τι παραπάνω θα έπρεπε αλήθεια να συμβεί, από το μεγάλο πλιάτσικο των διαβατηρίων, για να βγούμε στους δρόμους; Γιατί ανεχτήκαμε ξανά τη λεηλασία, την πολιτική ξετσιπωσιά, τον αθέμιτο πλουτισμό, τη διαπλοκή και τη διαφθορά δίχως να σκάσει μύτη; Ό,τι κάναμε δηλαδή με το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου κι ύστερα με το λουκέτο των τραπεζών. Σιωπηλοί και ασπόνδυλοι. Έτσι μας κατάντησαν. Αν θέλουμε να ρίξουμε το ανάθεμα στους πολιτικούς ας το κάνουμε, κι ίσως έτσι νιώσουμε καλύτερα. Θα ήταν όμως υποκριτικό. Γιατί τους πολιτικούς εμείς τους ψηφίζουμε. Και τα ομοφοβικά παιδιά εμείς τα μεγαλώνουμε. Και τους ρατσιστές εμείς τους ανεχόμαστε. Χρειάζεται γενναιότητα για να παραδεχτούμε ότι αποτύχαμε ως κοινωνία, αλλά αν θέλουμε να γυρίσουμε σελίδα οφείλουμε να το κάνουμε. Μια ματιά να ρίξουμε έξω από τον μικρόκοσμό μας θα καταλάβουμε ότι ο κόσμος αλλάζει κι εμείς ακόμα μαϊμουδίζουμε το χθες.