Του Παύλου Ξανθούλη
Σε τροχιά παρασκηνιακών διεργασιών, με πρωταγωνιστές το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και το Παρίσι εισέρχεται η προσπάθεια «ξηλώματος» του δικαιώματος αρνησικυρίας (βέτο) των κρατών-μελών της Ε.Ε, με επίκεντρο τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας και οικονομίας. Πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι τους τελευταίους μήνες έχουν γίνει συζητήσεις σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο και κοινοτικοί κύκλοι θεωρούν ότι έχει ωριμάσει ο καιρός προκειμένου να αρχίζει να καταρτίζεται και επισήμως ένας σχεδιασμός, ο οποίος πάντως θα απαιτήσει χρόνο για να υλοποιηθεί, καθώς απαιτείται αναθεώρηση των ευρωπαϊκών Συνθηκών. Όπως βεβαίως και ομοφωνία όλων των κρατών-μελών προς αυτή την κατεύθυνση, κάτι που αναδεικνύει ενδεχομένως και τον βαθμό δυσκολίας του εγχειρήματος.
Η πρόσφατη τοποθέτηση του Καγκελάριου της Γερμανίας Όλαφ Σολτς, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της «λήψης αποφάσεων κατά πλειοψηφία (σ.σ. ειδική πλειοψηφία)», κάνοντας λόγο για «απομάκρυνση από την αρχή της ομοφωνίας», είναι ενδεικτική των προθέσεων του Βερολίνου, το οποίο εδώ και αρκετά χρόνια, από την περίοδο της διακυβέρνησης Μέρκελ, είχε αρχίσει να προλειαίνει το έδαφος για κατάργηση του δικαιώματος βέτο, το οποίο αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως εργαλείο των μικρών κρατών της Ε.Ε. προκειμένου να περάσουν τις θέσεις τους, («στο μέτρο του δυνατού»), σε μια διαπραγμάτευση με τους «ισχυρούς εταίρους».
Το Βερολίνο που μόνο να κερδίσει έχει από μια τέτοια ενδεχόμενη εξέλιξη, επιστρατεύει και επικαλείται τη στάση που επέδειξε και επιδεικνύει η Ουγγαρία, η οποία με μοχλό πίεσης το βέτο, είχε επιβάλει το φρενάρισμα ευρωπαϊκών αποφάσεων γύρω από το προσφυγικό/μεταναστευτικό. Και πιο πρόσφατα, οριοθέτησε σε σημαντικό βαθμό το πλαίσιο των ευρωπαϊκών κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας, εξοργίζοντας Βρυξέλλες και Βερολίνο.
Η στάση της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας (σε άλλες περιπτώσεις που δεν σχετίζονται με τη Ρωσία), αποτελούν όμως μόνο την μια όψη του νομίσματος. Αυτήν που επιστρατεύουν το Βερολίνο, το Παρίσι και οι Βρυξέλλες για να «ξηλώσουν» το δικαίωμα άσκησης βέτο. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη, η οποία αφορά στα ζωτικά συμφέροντα μικρών κρατών-μελών, τα οποία χωρίς τη δυνατότητα επιστράτευσης και επίκλησης του δικαιώματος βέτο, θα είναι καταδικασμένα εκ των πραγμάτων να ακολουθούν τη γραμμή που επιβάλλουν η Γερμανία και η Γαλλία με τη συνδρομή των ηγετών των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε.
Αν επιχειρήσουμε να ανατρέξουμε στα ανοικτά μέτωπα της Κύπρου, θα διαπιστώσουμε ότι εάν η Λευκωσία δεν διατηρούσε δικαίωμα βέτο, το Κυπριακό θα ήταν ήδη λυμένο από το 2004, με βάση την πρόταση της Κομισιόν για απευθείας εμπόριο από τα κατεχόμενα, καθιστώντας το ψευδοκράτος, «Ταϊβάν της Μεσογείου», η οποία θα ήταν de facto αναγνωρισμένη (αλλά όχι de jure). Παράλληλα, η Κύπρος δεν θα μπορούσε να φρενάρει την προσπάθεια ανοίγματος διαπραγματευτικών κεφαλαίων της Τουρκίας, στην οποία είχε επιδοθεί ο Ζαν Κλόντ Γιούνκερ δίνοντας άτυπα σημειώματα και υποσχέσεις προς την Άγκυρα και αδιαφορώντας για τις απειλές που εκτόξευε το ίδιο διάστημα το τουρκικό καθεστώς κατά της Λευκωσίας, την οποία είχε αφήσει ουσιαστικά και επικοινωνιακά ακάλυπτη.
Ομοίως και στο ζήτημα της συμμετοχής της Τουρκίας σε δράσεις της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας της Ε.Ε (PESCO), στην οποία η Άγκυρα προσπάθησε να εισχωρήσει με τις ευλογίες κάποιων εταίρων της Κύπρου στην Ε.Ε, αλλά οι ενέργειες του κυπριακού ΥΠΕΞ με μοχλό την υποχρέωση λήψης αποφάσεων με ομοφωνία, φρέναρε την όλη προσπάθεια.
Όπως βεβαίως και στο ζήτημα του εταιρικού φόρου, το οποίο υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα ένα τεράστιο κεφάλαιο διαφωνιών μεταξύ των ισχυρών κρατών-μελών και των μικρών, περιλαμβανομένων της Ιρλανδίας και της Κύπρου, οι οποίες διατηρούσαν την δυνατότητα άσκησης βέτο και συνεπώς έναν ισχυρό μοχλό διαπραγμάτευσης.
Όλα αυτά καταδεικνύουν την ανάγκη συντονισμού και αναζήτησης συμμαχιών μεταξύ των μικρών και μεσαίων κρατών-μελών, περιλαμβανομένων της Κύπρου και της Ελλάδας, ώστε οι προτάσεις που κάποια στιγμή θα έρθουν στο τραπέζι, για «ξήλωμα» του δικαιώματος βέτο, να μην αποτελέσουν «έκπληξη». Αλλά να τύχουν απάντησης, η οποία θα διασφαλίζει μικρά και μεσαία κράτη-μέλη και δεν θα οδηγήσει σε μια Ε.Ε. δύο και τριών διαφορετικών ταχυτήτων, παρέχοντας και μέσω των Συνθηκών στα μεγάλα και ισχυρά κράτη-μέλη τη δυνατότητα επιβολής αποφάσεων και πολιτικών, ακόμη κι αν αυτές συγκρούονται με ζωτικά συμφέροντα των «μικρών» και των μεσαίων» της Ε.Ε.