Του Γιώργου Κακούρη
Μας θύμισε κάτι το περιστατικό της Τετάρτης στο ΤΕΠΑΚ: ότι αν και σήμερα ένας στους δύο Κύπριες και Κύπριους είναι κάτω των 38 ετών (σύμφωνα με τη Eurostat), καταφέραμε να μεγαλώσουμε μια φασαριόζικη, βαρβακίζουσα μειοψηφία με μυαλά ανθρώπων κολλημένων στο παρελθόν – δεν θα πω γέρων, γιατί πρέπει να θυμόμαστε στην εποχή της νέας φωτογενούς πολιτικής πως ο καθένας κρίνεται από το τι λέει και τι κάνει, όχι από τη βιολογική ηλικία.
Μας θύμισε και κάτι άλλο: πως παρά το κόρδωμα του ανασφαλούς και αυτοπροσδιοριζόμενου ως ανώτερου αρσενικού, τα άτομα που μπήκαν στο ΤΕΠΑΚ για να τραμπουκίσουν την εκδήλωση της Accept Cyprus φοβήθηκαν να αναλάβουν την ευθύνη των απόψεών τους και το ποινικό βάρος της λεκτικής και σωματικής επίθεσης σε συμπολίτες τους.
Έμοιαζαν με νοητικά και σωματικά ανώριμους και κοινωνικά άβολους έφηβους που έκαναν θόρυβο και έσπασαν και πράγματα για να τους προσέξουν πριν φύγουν, χτυπώντας την πόρτα πίσω τους. Μπόρεσαν να είναι γενναίοι μόνο με κουκούλες απέναντι σε ανθρώπους που ζουν τη ζωή τους ανοιχτά και χωρίς να απολογούνται σε κανέναν.
Και το περιστατικό μάς θύμισε ακόμα κάτι: πως όταν η πολιτική τάξη αποφεύγει να πάρει συγκεκριμένη θέση υπέρ της ισότητας στα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των πολιτών, όταν ένας υποψήφιος φαβορί για Πρόεδρος της Δημοκρατίας φοβάται στο ερωτηματολόγιο της Accept να γίνει ξεκάθαρα συγκεκριμένος και παραπέμπει ανθρώπινα δικαιώματα σε διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών (και δεν διαχωρίζει τη θέση του από ομοφοβικές αναρτήσεις προβεβλημένων ακροδεξιών δηλωμένων υποστηρικτών του), κάποιοι νιώθουν δικαίως ή αδίκως πως η διάκριση είναι μια αποδεκτή θέση στον δημόσιο διάλογο.
Η καταδίκη του περιστατικού από τον κ. Χριστοδουλίδη είναι ένα καλό πρώτο βήμα για να διορθώσει αυτή την εικόνα ανοχής στον συντηρητισμό που δόθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Η ζημιά και η τοξικότητα που αφέθηκε να δημιουργηθεί δεν αφορά μόνο τα ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού, και δεν αφορά μόνο τον κ. Χριστοδουλίδη, αλλά και τον Αβέρωφ Νεοφύτου, ο οποίος στην προεκλογική του εκστρατεία έκλεισε αρκετές φορές το μάτι στην ακροδεξιά ερμηνεία του φόβου των ανθρώπων για το μεταναστευτικό, προβάλλοντας το φόβητρο των νέων ροών και αφήνοντάς το να επικαλύψει το σωστό μήνυμα της ανάγκης έγκαιρης διαχείρισης της κατάστασης.
Ακόμα και ο Αντρέας Μαυρογιάννης, ο οποίος απέφυγε τις ακρότητες, δεν προσπάθησε να θεραπεύσει αυτή την τοξική ατμόσφαιρα και παρέμεινε μόνο στη δική του μετρημένη προσέγγιση για τον έλεγχο των ροών, αποφεύγοντας να πάει ένα βήμα παρακάτω και να μιλήσει εκτεταμένα για την ένταξη των ανθρώπων με μεταναστευτική βιογραφία στη κοινωνία μας.
Ευτυχώς το γεγονός πως στον δεύτερο γύρο ένας στους δύο ψηφοφόρους επέλεξε τις συνειδητά προοδευτικές προτάξεις του κ. Μαυρογιάννη, και το γεγονός πως η ομάδα των ψηφοφόρων του κ. Χριστοδουλίδη ήταν –για να το πούμε ευγενικά–πολυσυλλεκτική, είναι ενδεικτικά του ότι ο συντηρητισμός δεν είναι νικητής στην κυπριακή κοινωνία.
Η επίθεση στο ΤΕΠΑΚ είναι λοιπόν ευκαιρία για τον κ. Χριστοδουλίδη, εφόσον φιλοδοξεί να είναι ένας Πρόεδρος που ανήκει στον 21ο αιώνα, να ξεκαθαρίσει, χωρίς «ναι μεν αλλά» πού στέκεται στα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η δήλωσή του μετά το περιστατικό ήταν ένα σωστό πρώτο βήμα, αλλά παραμένει μόνο το πρώτο βήμα.
Η συντηρητική προσέγγιση δεν είναι κάτι απαραίτητα κακό, εφόσον αφορά την προσεκτική και βήμα-βήμα αλλαγή και προσαρμογή στα δεδομένα ώστε να μη γίνουν λάθη. Όσο και αν διαφωνώ με αυτή την προσέγγιση, ιδιαίτερα σε θέματα που η κοινωνία είναι πολύ πιο μπροστά από τους πολιτικούς, μπορώ να αντιληφθώ τον ρόλο που έχει να παίξει στον δημόσιο διάλογο.
Αυτό που σίγουρα δεν έχει θέση στον δημόσιο διάλογο είναι η φοβική και η ανθυγιεινή προσκόλληση στο παρελθόν που εκπροσωπούν οι τραμπούκοι του ΤΕΠΑΚ και το υπερσυντηρητικό μερίδιο των υποστηρικτών του κ. Χριστοδουλίδη. Τώρα μπορεί να αρχίσει να κάνει τις επιλογές του, αν θα προχωρά μπροστά μαζί με την κοινωνία ή αν θα τον τραβούν πίσω αυτοί με τους οποίους κακώς συμπορεύτηκε για να εκλεγεί.