Του Γιώργου Κακούρη
Οι επετειακές ομιλίες των βουλευτών κυλούσαν την Παρασκευή στη ροή της ειδησεογραφίας, για να διαβαστούν κυρίως από πολιτικούς που ψάχνουν με ποια αφορμή θα την πουν στους αντιπάλους, και δημοσιογράφους που ψάχνουν πώς θα γεμίσουν τα κουτάκια της υποστελεχωμένης ιστοσελίδας τους. Και ακούστηκαν ξανά τα ίδια στερεότυπα, με πιο βαρετό και ταυτόχρονα επικίνδυνο αυτό που βλέπει το πραξικόπημα όχι ως κακό αυτό καθαυτό, αλλά κακό επειδή ήταν αποτέλεσμα εθνικού διχασμού. Η αλήθεια είναι πως μια κοινωνία σε εμφύλιο δεν μπορεί να αντισταθεί σε ενέργειες άλλων, εκτός των συνόρων της, γιατί τα διαφορετικά στρατόπεδα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και η αντίδραση είναι διασπασμένη.
Όμως όταν οι Ε/κ πολιτικοί μιλούν για τον διχασμό, το πραξικόπημα, την παραβίαση της ανεξαρτησίας από τη Χούντα και τα σχέδια για κατάλυση της ανεξαρτησίας, δίνουν την εντύπωση πως όλα τα πιο πάνω αποτελούν πρόβλημα μόνο γιατί επέτρεψαν στην Τουρκία να εισβάλει. Και αυτό είναι ένα πολύ βολικό πλαίσιο για κάθε μέτριο πολιτικό παλιάς κοπής, ο οποίος θέλει να μπορεί να προβάλει το εθνικό συμφέρον ως ανώτερο της όποιας διαφωνίας και εσωτερικής συζήτησης. Είναι η ίδια λογική που δίνει στον πρόεδρο κάθε κόμματος, ανεξαρτήτως μεγέθους, ειδικό βάρος στο Εθνικό Συμβούλιο (όταν βεβαίως ο εκάστοτε ΠτΔ θέλει να προσπεράσει τις ευθύνες του). Είναι η ίδια λογική για όποιον, όταν ξεκινήσει συζήτηση στη δημόσια σφαίρα για το τι θέλει η πλευρά μας στο Κυπριακό, σπεύδει να καλέσει τους πάντες να μη διαπραγματεύονται από αέρος, να μη διαπραγματεύονται δημοσίως.
Αν το πραξικόπημα δεν είχε ως αποτέλεσμα την εισβολή, μήπως θα διαρκούσε κάπως περισσότερο από μερικές ημέρες; Πού ήταν η έγνοια των Κύπριων για τη δημοκρατία όταν από τις μόλις δύο βουλευτικές εκλογές μετά από την ανεξαρτησία, στην πρώτη έγινε καταμερισμός των εδρών με προεκλογική συμφωνία ή όταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επανεκλεγόταν με 96% των ψήφων; Πού ήταν η έγνοια για το Σύνταγμα όταν ακολουθήθηκε η πολιτική των θυλάκων κατά των Τουρκοκυπρίων, σπρώχνοντάς τους στην Τουρκία και στην πολιτική Ντενκτάς ακόμα περισσότερο;
Αντιλαμβάνομαι πως κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν είναι απλά. Όμως θα ήταν απλό να παραδεχθούμε πως η δημοκρατία δεν ήταν προτεραιότητα της πολιτικής τάξης των Ε/κ που αναλώθηκε μετά την ανεξαρτησία σε μια εσωτερική μάχη για το ποιος θα κυβερνούσε. Ούτε ήταν προτεραιότητα στη μάχη για την εξουσία Ε/κ και Τ/κ πολιτικών.
Σήμερα μοιάζει δεδομένο για όλους πως η ανατροπή μιας κυβέρνησης με τα όπλα ή με παράνομα μέσα είναι κακή ιδέα. Όμως διστάζουμε να δούμε το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης ως αυτοσκοπό, ή ως το καλύτερο μέσο για σταθερότητα.
Οι Ελληνοκύπριοι επέλεξαν τη δημοκρατία χρόνο με τον χρόνο, δεκαετία τη δεκαετία, τιμωρώντας τους πολιτικούς που θεώρησαν πως δεν έφεραν εις πέρας τα όσα υποσχέθηκαν, βγαίνοντας κάποιες φορές, και όλο και περισσότερο στους δρόμους, για να ζητήσουν λογοδοσία, για το Μαρί, για τον Ακάμα, για τα διαβατήρια. Το ίδιο και οι Τουρκοκύπριοι, σε πολύ δυσκολότερες συνθήκες από τις δικές μας.
Η υιοθέτηση και η εδραίωση της δημοκρατίας δεν είναι τέλεια – δεν είναι καν ικανοποιητική. Η διαφθορά και η κομματοκρατία παραμένουν κύρια χαρακτηριστικά του πολιτικού μας συστήματος, η πατριδοκαπηλία και ο λαϊκισμός πολλές φορές επιβραβεύονται, η απογοήτευση και η αδιαφορία ενός σημαντικού ποσοστού βολεύει πολύ την πολιτική τάξη που θέλει να ψηφίζεται μόνο από όσους θεωρεί κομματικά πρόβατα.
Όμως η δημοκρατία δεν εδραιώθηκε μόνο λόγω του τραύματος του 1974, αλλά και γιατί χρόνο με τον χρόνο την αξιοποιήσαμε για να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα. Σιγά σιγά κι εμείς, όπως τόσες χώρες στον κόσμο, συνηθίσαμε –καλώς– να έχουμε λόγο και άποψη.
Αν ξεφύγουμε από τα στερεότυπα, και την εμμονή μας να υιοθετούμε μόνο τον ρόλο του θύματος, θα καταλάβουμε πως αν η εισβολή ήταν η τιμωρία για τον διχασμό μας, τότε ο πραγματικός δημοκρατικός διάλογος, η δομημένη και έντονη διαφωνία, είναι το κλειδί για να καταλάβουμε τι θέλουμε, να το εφαρμόσουμε, και να μιλήσουμε για πρώτη φορά πραγματικά με την άλλη κοινότητα.
Πρέπει να καταλάβουμε πως τη δημοκρατία δεν την επιλέγουμε επειδή είμαστε πολύ μικροί για να είμαστε ανήθικοι όπως η Ελλάδα των Συνταγματαρχών ή η Τουρκία του Ερντογάν. Την επιλέγουμε επειδή είμαστε καλύτεροι σήμερα από ό,τι ήμασταν χθες.