Του Γιώργου Κακούρη
Όσοι αντέδρασαν στο ενδεχόμενο ο Τουρκοκύπριος δήμαρχος Αμμοχώστου να παρευρεθεί στην αντικατοχική εκδήλωση του Σαββάτου δεν είναι απαραίτητα οπαδοί της διχοτόμησης ή ακραίοι φασίστες, αν και ορισμένοι σίγουρα μπορούν να χαρακτηριστούν έτσι. Είναι όμως σίγουρα άτομα και πολιτικοί φοβικοί, περιορισμένης πολιτικής ικανότητας και περιορισμένης πολιτικής αντίληψης.
Μια «αντικατοχική» δήλωση είναι εύκολη, δεν προσβάλλει κανέναν, γεμίζει τηλεοπτικό χρόνο και στήλες στις εφημερίδες (με τις οποίες ένας πολιτικός διασφαλίζει την τακτική παρουσία του στα ΜΜΕ ακόμα και αν δεν έχει τίποτα νέο να πει). Είναι ταυτόχρονα ιδανικό εργαλείο υπεκφυγής από μια δύσκολη συζήτηση, και κάλυψης/ απόκρυψης πραγματικών πολιτικών ή ιδιοτελών κίνητρων.
Η προσέγγιση αυτή θυμίζει στενό επαρχιακό δρόμο, όπου μπορείς να πορευθείς με χαμηλές ταχύτητες και σχετική ασφάλεια. Ο δρόμος αυτός δεν είναι κακός από μόνος του. Όμως με τα χρόνια περιορίζει τους ορίζοντες, στενεύει το μυαλό, το εγκλωβίζει στον φόβο και σκοτώνει τη φαντασία που χρειάζεται για να αναπτυχθούν προτάσεις για λύσεις πέραν της πεπατημένης.
Μια τέτοια ιδέα ήταν και η πρόσκληση στον Σουλεϊμάν Ουλουτσάι, να παραστεί στην αντικατοχική εκδήλωση του (ελληνοκυπριακού) Δήμου Αμμοχώστου. Οι αντιδράσεις ήταν κουραστικά προβλέψιμες και ανόητα μικρόνοες, εστιάζοντας στον κυπριακής εφεύρεσης ανακριβή όρο «ψευδοδήμαρχος», και αγνοώντας τη θέση του κ. Ουλουτσάι κατά του μονομερούς ανοίγματος της περίκλειστης περιοχής των Βαρωσίων.
Ας θυμηθούμε ακόμα πως ακόμα και αν οι εκλογές για επιλογή Τ/κ δημάρχου στην Αμμόχωστο δεν γίνονται υπό την Κυπριακή Δημοκρατία, τα τ/κ δημαρχεία στις μεγάλες πόλεις δεν είναι «ψευδό-» αλλά προβλέπονται από το Σύνταγμα. Ο αστερίσκος αυτός έχει καταστήσει δυνατή τη συνεργασία των δημάρχων Λευκωσίας από την εποχή Λέλλου - Ακιντζί, και ισχύει και για την Αμμόχωστο.
Παραδόξως, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας και η πρόεδρος της Βουλής, οι οποίοι δεν φημίζονται για ριζοσπαστικές και πέραν της πεπατημένης θέσεις στο Κυπριακό, έστειλαν το μήνυμα πως αντιλαμβάνονται τη χρησιμότητα της παρουσίας Ουλουτσάι στην εκδήλωση. Ο μεν ΠτΔ έμμεσα μέσω της επιβεβαίωσης πως θα παραστεί στην εκδήλωση, και η μεν ΠτΒ προς τιμήν της με δημόσια δήλωσή της.
H έμμεση και άμεση στήριξη από αυτούς τους δύο θεσμούς σηματοδοτεί πως, στην ουσία, οι αξιωματούχοι που εκπροσωπούν το κράτος και τους πολίτες σε ανώτατο επίπεδο δεν βλέπουν πρόβλημα με τη συμμετοχή Ουλουτσάι, μαζί με τα δύο κύρια κόμματα στην ε/κ πλευρά, τον ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ.
Για ποιων την αντίδραση έγινε λοιπόν όλο αυτό το μπάχαλο που οδήγησε τον κ. Ολουτσάι να ακυρώσει τη συμμετοχή του; Το μεγαλύτερο κόμμα που αντέδρασε ήταν το ΔΗΚΟ, ένα ηγετοκεντρικό απομεινάρι της εποχής που το ρουσφέτι ήταν κυβερνητική πολιτική, το οποίο έκτοτε διασπάστηκε για λόγους προσωπικών ερίδων και συμφερόντων. Η ΕΔΕΚ, το incredible shrinking party (ή στη βάση του πως μεταφράστηκε η ταινία «The Incredible Shrinking Man» του 1959, το «κόμμα που ζάρωνε»), σκιά του ιστορικού εαυτού του και ταυτισμένο με το ηθικό και πολιτικό βάρος του σημερινού ηγέτη του. Και το ΕΛΑΜ, ένας ακροδεξιός οργανισμός που ξέρει καλά τι κάνει, πουλώντας πατριωτισμό εκ του ασφαλούς και αντιγράφοντας συνειδητά «τραμπισμούς» και αμερικανιές.
Για αυτόν τον λόγο, η απόφαση Ουλουτσάι να μην παρευρεθεί στην εκδήλωση αποτελεί κατανοητή απόφαση μεν, σημαντικό λάθος δε. Το πρόβλημα στην επανέναρξη των συνομιλιών δεν προκαλούν αυτοί που κάνουν υπερβάσεις, αλλά αυτοί που φοβούνται και τη σκιά τους, και αυτοί που κρύβονται για να ικανοποιήσουν τα φοβισμένα ή απολιτίκ ακροατήριά τους. Είτε αυτά είναι τα μικρά κόμματα της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης, είτε είναι ο ΠτΔ ο οποίος δεν παρενέβη δυναμικά και ανοιχτά. Προς τη μια, ή έστω προς την άλλη, κατεύθυνση.
Αν μπορεί ακόμα η Αμμόχωστος να αποτελέσει καταλύτη ενεργοποίησης του Κυπριακού, αυτό θα γίνει αν αντιμετωπίσουμε τα δύο θέματα με ριζοσπαστικές κινήσεις που προκαλούν αίσθηση, αντί ως business as usual. Και να μην υποχωρούμε για να δώσουμε το περιθώριο σε ένα θλιβερό τμήμα του πολιτικού μας προσωπικού να νουθετεί την πλειοψηφία των Κυπρίων. Αν δεν θέλουν να δουν πέρα από τη μύτη τους, αυτό είναι δικό τους πρόβλημα.