Του Γιώργου Κακούρη
Το 2016 ήταν μια άλλη, αρχαία και παράξενη εποχή. Ο 21ος αιώνας είχε ξεκινήσει για τα καλά και θεωρούσαμε πως το σχήμα του είχε λίγο πολύ καθοριστεί. Ήταν όμως και η χρονιά της νίκης των απατεώνων που έπεισαν πως μπορούσαν να λύσουν προβλήματα που αγνοούσε για δεκαετίες η άρχουσα τάξη (της οποίας οι ίδιοι ήταν και είναι μέρος). Από τη μία, οι ευαγγελιστές του Brexit έπεισαν το 52% όσων ψήφισαν να μπει η χώρα τους σε μια επώδυνη περιπέτεια που τραβάει χρόνια. Από την άλλη, ένας διεφθαρμένος, διαπλεκόμενος και οικονομικά αποτυχημένος κληρονόμος έπεισε το 46% πως θα χτυπούσε τα κατεστημένα, και στην πράξη υπέσκαψε τη δημοκρατία προς όφελος των κατεστημένων.
Η τάση που έξι μόλις χρόνια πριν φάνταζε εξωφρενική ανατροπή και ως το τέλος του κόσμου, ούτε επικράτησε ολοκληρωτικά, ούτε αποδείχθηκε παρένθεση της ιστορίας. Άλλωστε καμιά τάση δεν έρχεται από το πουθενά ούτε εξαφανίζεται μετά από μια ψηφοφορία. Σήμερα όλο το φάσμα κοινωνιών και κυβερνήσεων συνυπάρχουν ταυτόχρονα στον ίδιο πλανήτη και όλες δοκιμάζονται σε παγκόσμιες κρίσεις.
Αυτό που δεν άλλαξε είναι ο μηχανισμός που τροφοδοτεί τον λαϊκισμό στις δημοκρατίες. Οι λαϊκιστές εργαλειοποιούν τον θυμό όσων έμειναν πίσω και στο περιθώριο και το ξύπνημα παλιών φόβων και μνησικακιών.
Την επόμενη εβδομάδα στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν αναζητάει τη ρεβάνς από τον Εμανουέλ Μακρόν, σε ένα διαφορετικό κομματικό σκηνικό, με την Αριστερά και τη Δεξιά να αναζητούν νέες έννοιες, αλλά τις έννοιες της προόδου και του συντηρητισμού να είναι ακόμα ζωντανές. Με τον φόβο να μην αποτελεί προνόμιο μόνο της Λεπέν, αλλά και του Μακρόν ο οποίος πολλές φορές ισορροπεί στη ρητορική του.
Η κυπριακή πραγματικότητα δεν είναι απομονωμένη από αυτό το παγκόσμιο και ευρωπαϊκό σκηνικό. Πώς όμως ερμηνεύουμε το ότι τα κόμματα εξουσίας και οι εκπρόσωποί τους ακόμα θεωρούν πως οι ψηφοφόροι τους και τα ποσοστά τους είναι δεδομένα; Παρά τις επί μέρους ιδιαιτερότητες της σημερινής προεκλογικής περιόδου για τις Προεδρικές, οι ίδιες φιγούρες παίζουν το γνωστό θέατρο σκιών. Ένας κομματάρχης παλεύει να μαζέψει και να κρατήσει τους «σίγουρους» ψηφοφόρους του κόμματος, άλλοι δύο - τρεις μετρούν και αυτοί τα δικά τους «δεδομένα» ποσοστά και κάνουν παζάρια που προηγούνται των πολιτικών θέσεων και ακόμα ένας αφήνει να αιωρείται η προοπτική της υποψηφιότητάς του, αναμένοντας ενδεχομένως πως τα κόμματα, και τα ποσοστά τους θα έρθουν να τον βρουν έτοιμα.
Στις βουλευτικές εκλογές του 2021 τα κόμματα κατάφεραν με έναν συνδυασμό αποθάρρυνσης όσων σκέφτονταν να μην ψηφίσουν και τελικά δεν το έκαναν, περιθωριοποίησης λαϊκίστικων σχηματισμών που ήθελαν να μπουν στη Βουλή και διασπάστηκαν με νομικισμούς, και απορρόφησης όσων θέλησαν να φέρουν κάτι διαφορετικό, να διατηρήσουν τη θέση τους.
Όμως ο κόσμος του 2016, ο κόσμος των ανατροπών, δεν έχει εξαφανιστεί, και θα φτάσει και στις ακτές μας. Δυστυχώς, όποιος υποψήφιος πείσει πως είναι διαφορετικός από τους υπόλοιπους, ασχέτως αν αυτό ισχύει ή όχι, και καταφέρει να δημιουργήσει την εντύπωση πως ενδιαφέρεται για τους παραμελημένους και τους ξεχασμένους, μπορεί να κερδίσει την Προεδρία.
Θα είναι ένας Κύπριος Μακρόν που θα επιχειρήσει να φέρει την πρόοδο με όλα τα βαρίδια του συντηρητισμού και του κυπριακής κοπής κομματοκρατικού καπιταλισμού, με όλα τα πισωγυρίσματα που αυτό συνεπάγεται; Ή ένας Κύπριος Ορμπάν που θα εκμεταλλευτεί τον θυμό του κόσμου για τη διαφθορά, και θα αξιοποιήσει τη συντηρητική θρησκοληψία και τα εργαλεία του φόβου που παρέχει το άλυτο Κυπριακό, για να εδραιώσει την κυπριακή κλεπτοκρατία ακόμα βαθύτερα;
Όσοι μιλούν για την έλευση του καινούργιου θα πρέπει να πείσουν πως έχουν θέσεις και κάτι νέο να πουν. Και όσοι μιλούν για σταθερότητα και υπευθυνότητα, θα πρέπει να την επιδείξουν οι ίδιοι, και να μη θεωρήσουν πως θα είναι αρκετή η δαιμονοποίηση του όποιου άλλου ή η υπόσχεση μιας αόριστης «αλλαγής».
Αυτά φυσικά αν δεν θέλουν μόνο να εκλεγούν, αλλά να είναι πραγματικά χρήσιμοι για τη χώρα.