Του Γιάννη Ιωάννου
Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν δεν είναι πλέον μόνο ένα ιστορικό γεγονός αλλά, ιδίως φέτος, συμπίπτει με μια επέτειο «μέσα στην επέτειο». Είκοσι χρόνια από το «όχι» συμπληρώθηκαν εντός μισού αιώνα (μιας πεντηκονταετίας) από τα τραγικά γεγονότα του Ιουλίου του 1974 –την τουρκική εισβολή– και έκτοτε την κατοχή. Το Κυπριακό όπως το γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα παραμένει ένα από τα ανθεκτικότερα άλυτα προβλήματα διεθνώς, με το Σχέδιο Ανάν την πραγματική τελευταία ευκαιρία για επίλυσή του –μιας και η διαδικασία έφτασε μέχρι τα δημοψηφίσματα. Μπορεί το Κραν Μοντανά να είναι πιο πρόσφατο, αλλά δεν είναι, οπωσδήποτε, 2004, εφόσον δεν φτάσαμε σε εκείνο το αντίστοιχο σημείο.
Η κληρονομιά του 2004 γέννησε δύο συνειδητοποιήσεις. Εκείνη που επιμένει στον σεβασμό της ετυμηγορίας της ελληνοκυπριακής κοινότητας, και εκείνη που επιρρίπτει όλη την αποτυχία στη στάση που τήρησε ο τότε πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος –μαζί με το ΑΚΕΛ. Γέννησε ωστόσο και μια πραγματικότητα: Το τεστ της αντοχής του χρόνου, με την υπενθύμιση πως όσο περνάει ο καιρός, ιδίως 20 χρόνια μετά, τα τετελεσμένα του διαχωρισμού και η εμπέδωση του Κυπριακού ως ενός προβλήματος «που δεν γίνεται να λυθεί» όχι μόνο παγιώνονται, αλλά εντάσσουν και το ίδιο το άλυτο ζήτημα σε μια μετα-αποκαλυπτική φάση, την έκβαση της οποίας δεν μπορούμε να προβλέψουμε, με ακρίβεια, ως προς τις αρνητικές της συνέπειες.
Το 2004 μεγέθυνε επίσης την υποθετική ανάλυση επί πεδίων όπως η κατανόηση της Τουρκίας με τρόπο που διαστρεβλώνει την πραγματικότητα –όχι μόνο της ίδιας της ανάλυσης και των εργαλείων της, όσο και του πολιτικού περιβλήματός της και του τρόπου που αυτό πολώνει την ψυχραιμία της μεγάλης εικόνας. Με την υπόθεση του αν αποδεχόμασταν το Σχέδιο Ανάν, στην Τουρκία θα γινόταν «αυτό ή το άλλο», ή με την εκ προοιμίου αποδοχή πως η Τουρκία δεν θα τηρούσε την υπογραφή της και διαμέσου της λύσης θα έπραττε «αυτό ή το άλλο». Μια κατάσταση που γέννησε τοξικότητα, ad hominem πολιτική κουλτούρα και απίστευτες στρεβλώσεις στην κατανόηση του πώς δουλεύει –πραγματικά– η επόμενη ημέρα στην επίλυση σύνθετων διεθνών προβλημάτων.
Λες και το κράτος που θα προέκυπτε από το Σχέδιο Ανάν δεν θα διαλύονταν αν ο μέσος Ελληνοκύπριος απατεώνας τσακώνονταν με τον μέσο Τουρκοκύπριο απατεώνα για ένα κονδύλι ή ένα έργο, π.χ. μια μαρίνα, με διαφθορά, ή λες και η Τουρκία θα μετατρεπόταν –λόγω λυμένου Κυπριακού– μέσα σε είκοσι χρόνια σε ένα κράτος τύπου Νορβηγίας, όπου Ισλαμιστές εργολάβοι του AKP δεν θα επιδίωκαν απευθείας ανάθεση μεγάλων έργων στην επανενωμένη Κύπρο. Αυτό το επίπεδο υποθετικών προκείμενων γιατί δεν το βάζουμε ποτέ στην κουβέντα;
Μια εικοσαετία μετά, η πραγματικότητα παραμένει η ίδια: Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι προτάσσουν παραπάνω την εθνική ταυτότητά τους έναντι π.χ. του να συνυπάρχουν ειρηνικά ως νούσιμοι πολίτες σε ένα κοινό κράτος. Και το κάνουν διότι διαχρονικά, ιδίως μετά το 1960, εκπαιδεύτηκαν έτσι έναντι του να είναι νομιμόφρονες πολίτες. Δεν έμαθαν να σταθμίζουν καλύτερα την ιδιότητά τους ως πολίτες έναντι εκείνη του ιδιοκτήτη ενός κράτους. Και σε αυτό το επίπεδο υπάρχει το κλειδί της επόμενης ημέρας –είτε με λύση που θα αντέξει, είτε ως την ουσία ενός Plan B σε μια επερχόμενη διχοτόμηση στην Κύπρο. Αρκεί να υπάρξουν οι συνειδητοποιήσεις που αναφέρονται ως άνω.