Του Γιάννη Ιωάννου
Το οργανωμένο έγκλημα στην Κύπρο ποτέ δεν διέφερε ως προς τη δομή και τη λειτουργία από καμιά άλλη μορφή οργανωμένων δικτύων εγκληματικότητας ανά το παγκόσμιο. Ήταν, από το 1960 και μετά την έλευση οργανωμένου ανεξάρτητου κράτους, μία βεμπεριανού τύπου δομή, όπου η ιεραρχία έπαιζε τον σημαντικότερο ρόλο –σε μια κλασικής μορφής πυραμίδα όπου υπήρχε πάντα η «κεφαλή».
Λόγω μεγέθους, του νησιωτικού ανάγλυφου και της επιτάχυνσης του κοινωνικού μετασχηματισμού στην Κύπρο από τη ζωοκλοπή στην αστικοποίηση το κυπριακό οργανωμένο έγκλημα δεν κατόρθωσε να αποκτήσει υπερεθνικά χαρακτηριστικά. Η «κυπριακή Μαφία», εξάλλου, δεν υφίσταται περιφερειακά και διεθνώς με τον τρόπο που οι αντίστοιχες από χώρες όπως η Ιταλία –που βάφτισε και τον όρο– η Ρωσία ή η Κίνα όχι μόνο γιγαντώθηκαν στον 20ό αιώνα αλλά γέμισαν και τις σελίδες μυθιστορημάτων, χολιγουντιανών ταινιών και των αστυνομικών ρεπορτάζ. Το κυπριακό οργανωμένο έγκλημα παρέμεινε «γηγενές» με πεδία ενδιαφέροντος, διαχρονικά, την πορνεία, τον τζόγο και το «racketeering» –που όσο κι αν δεν μεταφράζεται επακριβώς στην ελληνική γλώσσα, στην Κύπρο σχηματοποιήθηκε στη μορφή της τοκογλυφίας και της «προστασίας» λίγο πριν –τη δεκαετία του ’90– τα ναρκωτικά αποτελέσουν το πεδίο του απόλυτου μετασχηματισμού.
Στα 90’s τα ναρκωτικά άλλαξαν το παιχνίδι με κυριότερο διακύβευμα την αύξηση του τζίρου από μια ιδιότυπη «μπίζνα» που έκτοτε μόνο αυξάνεται σε κέρδη και «κύκλο εργασιών». Κι ενώ το οργανωμένο έγκλημα πάντα «αυτορυθμιζόταν» –σχεδόν παράλληλα με τη διαφθορά στην οποία πατάει παντού και πάντα διεθνώς– τα τελευταία χρόνια αυτό που εγκληματολογικά παρατηρείται είναι η βίαιη μεγέθυνσή του. Πιο συχνά, «πιο μέρα» και με πιο θεαματικούς τρόπους βλέπουμε ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με χρήση πολεμικών ακόμη όπλων, με τους τελευταίους μήνες η κυπριακή κοινωνία να βιώνει μια αλυσίδα ανθρωποκτονιών που συμβαίνουν κυριολεκτικά στη μέση του δρόμου και σε ώρες αιχμής –και σε ένα timing που η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει μέτρα και στοχευμένες δράσεις για πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, που ωστόσο την αφήνουν –έναντι της κοινή γνώμης– μετέωρη.
Το πώς το κυπριακό οργανωμένο έγκλημα θα μετασχηματιστεί τα επόμενα χρόνια δεν σχετίζεται μόνο με την πολιτική βούληση αντιμετώπισής του, την παραβατική συμπεριφορά και τα δομικά αίτια που το γεννούν. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν στα πλαίσια του κοινωνικού μετασχηματισμού θα παραμείνει και «γηγενές» –όπως ιστορικά το γνωρίσαμε. Η παρείσφρηση αλλοδαπών εξάλλου, στο κυπριακό οργανωμένο έγκλημα, δεν καταγράφεται μόνο επιστημονικά ή δημοσιογραφικά –στα δελτία του αστυνομικού–, αλλά αποτελεί και ένα ζήτημα ταμπού, που κανείς δεν εξετάζει στην πλήρη δυναμική του ιδίως υπό το βάρος άλλων ζητημάτων στην ατζέντα (προσφυγικό-μεταναστευτικό, συζήτηση περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ξενοφοβία-ρατσισμός, κοκ). Και σε αυτό το επίπεδο πριν πολιτικολογήσει κάποιος, καλό θα ήταν πως πρέπει να θυμάται και την διάσταση της ασφάλειας αλλά και το πώς το οργανωμένο έγκλημα –διεθνώς και διαχρονικά– συνδέεται και με την πτυχή της τρομοκρατίας –εσωτερικής ή εξωτερικής.
Συνεπώς, καλό θα ήταν να κατανοήσουμε όλοι, στο επίπεδο του κυπριακού οργανωμένου εγκλήματος, πως οι τάσεις υφίσταται, και όπως πήγαμε, τόσο γρήγορα, από τις ζωοκλοπές στο κουμάρι τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, έτσι γρήγορα μπορεί να μεταβούμε και από την «κυπριακή Μαφία» στη Μαφία της τάδε ή δείνα χώρας, αλλά αυτή τη φορά με βάση την Κύπρο (Cyprus Organized Crime VS Cyprus Based Organized Crime). Ιδίως σε ένα ρευστό περιβάλλον όπως η γειτονιά μας και με τον διαχωρισμό λόγω Κυπριακού να υφίσταται στην απουσία λύσης του. Τι παραμένει το ζητούμενο; Η σοβαρότητα και η ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών που δεν θα ήθελαν ενώ παίρνουν τον καφέ τους με τις οικογένειές τους, ο διπλανός τους να πέσει νεκρός από μια ριπή αυτόματου τυφεκίου.