Του Γιάννη Ιωάννου
Η επιλογή της Αθήνας να στηρίξει την τουρκική υποψηφιότητα για τη Γενική Γραμματεία στον Διεθνή Οργανισμό Ναυτιλίας (IMO) υπενθύμισε τη διαφοροποίηση της Λευκωσίας σε ορισμένα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που φανερώνουν τη διαχρονική απόκλιση μεταξύ των στόχων Ελλάδας και Κύπρου –ιδίως υπό το βάρος της ανάδειξης της Ανατολικής Μεσογείου σε ένα νέο και δυναμικό περιφερειακό υποσύστημα.
Φυσικά από την γκρίνια μέχρι τη μικροπολιτική, την πολιτική επικοινωνία και τις δημόσιες δηλώσεις μέχρι τη ρεαλιστική αποτίμηση των προτεραιοτήτων για κάθε κράτος υπάρχει απόσταση. Που, συχνά, δεν αποτελεί αντικείμενο ούτε ρεαλισμού αλλά ούτε και ειλικρίνειας –που αποτελούν και το ζητούμενο στη στενή και αδελφική σχέση Ελλάδας - Κύπρου προκειμένου να καλυφθεί. Και, αναπόφευκτα, προχωράμε σε ένα σημείο της ντουλάπας όπου αναβιώνουν το δόγμα Πιπινέλη, η μετάβαση στο «η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται» και μια αέναη συζήτηση, η οποία είτε προβάλλει τα ελληνοτουρκικά στο Κυπριακό ή θέτει, το τελευταίο, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να επιλυθούν τα πρώτα. Η ψυχολογική πρόσληψη ωστόσο τόσο ευαίσθητων ζητημάτων δεν είναι καλός σύμβουλος. Κι επιπλέον, αποδείχθηκε ιστορικά πως δεν βοήθησε τους σκοπούς –σε εθνικό επίπεδο σε Κύπρο και Ελλάδα.
Σε μια περίοδο που τόσο οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και το πολύ ενδιαφέρον και μεταβατικό συγκείμενο στην Τουρκία, λόγω των εκλογών, δημιουργούν ένα πλέγμα πολύ σοβαρών προκλήσεων για Κύπρο και Ελλάδα οι λαϊκισμοί και οι υπεραπλουστεύσεις μεταξύ της υπερβολής του «η Κύπρος κείται μακράν» και της «πολιτικής» αναβίωσης του ΕΑΧ ως πρωταρχικού δόγματος για την άμυνα της Κύπρου δεν έχουν χώρο στη δημόσια συζήτηση ή στο policy making. Κανείς δεν αμφιβάλλει πως οι κληρωτοί της ΕΛΔΥΚ –απλά νεαρά παιδιά από την Ελλάδα, θα κάνουν το καθήκον τους, όταν χρειαστεί όπως και οι πρόγονοί τους. Επίσης, ο συντονισμός μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου στα εθνικά ζητήματα, στο επίπεδο της συνεργασίας στην Ε.Ε. και σε όλους τους τομείς συνεργασίας, είναι και καθορισμένος και ξεκάθαρος –χωρίς περαιτέρω φιοριτούρες. Με τη βασική αντίληψη, βέβαια, πως τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό μπορεί να συνδέονται ως προς την Τουρκία αλλά αποτελούν διαφορετικού είδους ζητήματα. Το ένα περνάει μέσα από τη διμερή διαπραγμάτευση ή τη διεθνή επιδιαιτησία (στη Χάγη) και αφορά, κυρίως, στο ζήτημα του καθορισμού θαλασσίων ζωνών, ενώ το δεύτερο είναι ένα πολύπλοκο θέμα εισβολής και κατοχής με πολλές συνταγματικές προεκτάσεις.
Η Ελλάδα και η Κύπρος ανήκουν επίσης σε διαφορετικά υποσυστήματα. Τα κράτη ΜΕΝΑ ή η Ανατολική Μεσόγειος προσλαμβάνεται διαφορετικά λόγω ιστορίας και γεωγραφίας από την Κύπρο, ενώ η Ελλάδα, παραδοσιακά, είναι κατεξοχήν βαλκανική χώρα –ένα πεδίο σχετικά άγνωστο όσον αφορά π.χ. τα Δυτικά Βαλκάνια για την Κύπρο στο οποίο η Αθήνα διατηρεί ισχυρό πολιτικό και οικονομικό αποτύπωμα. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε την νατοϊκή ιδιότητα της Ελλάδας που τουλάχιστον στο θέμα της Τουρκίας λειτουργεί με συγκεκριμένο πλαίσιο λόγω της συμμαχικής σχέσης. Όπως και το κομμάτι της ενέργειας, όπου η Ελλάδα δεν προχώρησε στον ίδιο βαθμό με την Κυπριακή Δημοκρατία όσον αφορά την έρευνα και τις γεωτρήσεις στο Αιγαίο ή τον καθορισμό θαλασσίων ζωνών με τα όμορά της κράτη –πράγμα στο οποίο προχώρησε μετά το λεγόμενο τουρκολιβυκό μνημόνιο του 2019.
Ξανά. Το ζητούμενο στον συντονισμό Ελλάδας - Κύπρου είναι η ειλικρίνεια. Η παραδοχή των διαφορετικών στόχων π.χ. στην εξωτερική πολιτική δεν είναι ούτε κάτι μεμπτό, ούτε πρέπει να αποτελεί αντικείμενο τριβής. Εξάλλου, και το Κυπριακό πρέπει να επιλυθεί και οι σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας να λειτουργήσουν χωρίς εντάσεις.
Twitter: @JohnPikpas